Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Επίλογος κατά νεοσυμβολιστών ή σύγκρουση θεολογικών γενεών


Τoυ Κώστα Νούση,
Φιλολόγου - θεολόγου ΑΠΘ

«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. η’ 32). Ο Χριστός ως Θεός και δημιουργός του σύμπαντος κόσμου είναι ταυτόχρονα και στοργικός Πατέρας των πάντων και πλήρης αγάπης, επιεικείας και ευγενείας. Το πνεύμα του είναι έμπλεον χαράς και ελευθερίας. Το λέει ξεκάθαρα ο απόστολος στην περιγραφή των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος: « ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη… μη γινώμεθα κενόδοξοι, αλλήλους προκαλούμενοι, αλλήλοις φθονούντες» (Γαλ. ε’ 22,26). Η ελευθερία αυτή ήρθε σε άμεση σύγκρουση με την ιουδαϊκή πιεστική νομική θρησκευτική κατάσταση που διεδέχθη. Ο απόστολος των εθνών μάλιστα, εκπρόσωπος του «ανανεωτικού» χριστιανικού πνεύματος το οποίο αντικατέστησε μεθ’ ορμής και δια συγκρούσεως το προηγηθέν ιουδαϊκό νομικό πνεύμα, δε δίστασε να έρθει σε ρήξη με ηγετικά στελέχη – μαθητές του ίδιου του Ιησού, ήταν όμως ανυποχώρητος.

Η επανάληψη της αντιπαράθεσης των θεολογικών νοοτροπιών είναι διαχρονική και θέτει πάντοτε ένα καυτό ζήτημα προς επίλυση και διευκρίνιση: την ορθή προβολή της θείας ζωής που έφερε ο Θεάνθρωπος με την αποκάλυψή του και τον τρόπο πραγμάτωσής της από τους ανθρώπους στη ρεαλιστική βάση της καθημερινότητας της εκάστοτε εποχής. Ομιλούμε δηλαδή περί αληθείας των πραγμάτων και κοσμοθεωρίας ουχί φιλολογικής αλλά εξ αυτής ταύτης της φύσεώς της υποδειγματικής συμπάσης της ανθρώπινης ζωής και συμπεριφοράς εκάστου. Μιλούμε περί ζωής και όχι περί ιδεολογημάτων. Για αυτό και οι όντως θεολόγοι εκάστης εκκλησιαστικής περιόδου εγίνοντο δυσάρεστοι εκ της ατέγκτου - ως εφαίνετο - στάσεώς τους. Οι ίδιοι όμως εγνώριζαν το μονόδρομο της αληθείας και δεν προετίθεντο σε καμιά περίπτωση να υπαναχωρήσουν. Δηλαδή εκπτώσεις στην ελευθερία που έφερε ο Θεός στο γένος μας δεν τις ανέχονται επ’ ουδενί. Αν είναι να καταστούμε και πάλι ανελεύθερα τραγικά όντα, είναι προτιμότερο να επιστρέψουμε στην ειδωλολατρία.

Η ορθόδοξη θεολογία έχει την ιδιαιτερότητα πως δεν είναι ψιλή επιστήμη. Συνάπτεται άρρηκτα με τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος εντός ορατών ενσάρκων ιστορικών κοινοτήτων. Οπότε ο θεολόγος οφείλει να βιώνει τα υπ’ αυτού λεχθέντα και αναλυθέντα και μάλιστα όσο το δυνατό πληρέστερα. Δηλαδή οφείλει να είναι άγιος. Όπως ξεκάθαρα αναφέρει και η περιβόητος φράση: « ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύξη και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει» (όσιος Νείλος). Τι βλέπουμε όμως στα αποκαλυπτικά χρόνια που διανύουμε; Τη συνεχή διάσταση θεολογίας και αγιότητας. Όλο και σμικρύνεται ο αριθμός των εκφραστών του ορθοδόξου πνεύματος που να συνδυάζει αρμονικά τις δυο αυτές παραμέτρους της εν λόγω επιστήμης. Αλλά και σε όσους εφάπτονται τα δυο ταύτα ολοένα και μειώνεται το εύρος της συνάρμοσης αμφοτέρων των βασικών αυτών χαρακτηριστικών. Ο αμέτρητος περιπτωσιολογικός συνδυασμός των ποσοστών συναρμογής τους γεννά και τους αντίστοιχους θεολογικούς εκπροσώπους εκάστης γενεάς.

Συναντάμε ως μια εναρκτική θεώρηση ολοένα και περισσότερους λογοτέχνες- έως και αθέους- θεολόγους που καταμαρτυρεί το εμφανέστατο θεολογικό έλλειμμα της εποχής, το οποίο θα αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο, και είναι ξεκάθαρο ότι πηγάζει από το οικτρό ξεσυνταίριασμα των δυο αυτών συστατικών του γνήσιου ορθοδόξου θεολόγου. Αλλά τούμπαλιν μπορείς να δεις και μια άλλη μορφή θεολογικής ημιμάθειας, όταν κάποιοι μπερδεύουν την ελλιπή ή και ανύπαρκτη θεολογική κατάρτιση με τον καλοπροαίρετο - ή και τον αντίθετό του - ζήλο για την πίστη τους. Το πιο εκτρωματικό προέρχεται από την τελευταία περίπτωση, όταν τα άτομα αυτά έχουν και καταφανές έλλειμμα πνευματικότητας, οπότε η εσχάτη πλάνη καθίσταται χείρων της πρώτης. Αυτό άλλωστε συναντάμε και στις πρωτοφανείς κινήσεις γραπτής αναδιατύπωσης της πίστης μας, όταν τα άτομα της τελευταίας αυτής κατηγορίας «θεολόγων» μαίνονται εξωτερικεύοντας την πνευματική τους γυμνότητα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά έλλειψη αγάπης. Και όπως είπε ο Χριστός, τον οποίο μας εξαπατούν και αυταπατώνται ότι υπερασπίζονται, η αγάπη είναι το βασικό διακριτικό των μαθητών του.

Αξιοθρήνητοι εραστές παλαίμαχων θεολόγων και θεολογικών ρευμάτων και λιμναζουσών νοοτροπιών άλλων εποχών προβαίνουν σε ανεπιτυχείς προσπάθειες αναβίωσής τους και προσαρμογής στα σύγχρονα δεδομένα, λες και θεολογίες «καντιωτικού και οργανωσιακού τύπου» διεκδικούν την τελειότητα της ορθοδόξου έκφρασης. Επικίνδυνοι όμως δικτάτορες του πνεύματος γενόμενοι πολλοί εξ αυτών, όταν προσπαθούν να επιβληθούν παντί τρόπω, όπως οι περιπτώσεις ιερέων εκδιδόντων φιρμάνια αφορισμού σε πνευματικά τους τέκνα όχι επί αιρέσεως - τότε ίσως είχαν κάποιο άλλοθι - αλλά επιβάλλοντας – αντί να εμπνέουν - υπακοή στην προσωπική και μόνο γνώμη τους, ενέργειες βεβαίως που δείχνουν περίτρανα την έμμεση παραδοχή της ήττας τους και το μεγαλείο της μετατροπής υπ’ αυτών της πνευματικής πατρότητας σε τρομοκρατία συνειδήσεων.

Τα άκρα είναι του διαβόλου, λένε οι πατέρες, και φυσικά ισχύει και εν προκειμένω. Η υπερβολική μόρφωση και οίηση οδηγεί σε αθεΐα και αιρέσεις, όπως φαίνεται από άπειρα ιστορικά παραδείγματα και στις μέρες μας τελευταία με περιπτώσεις αμφισβήτησης υπό εμβριθών θεολόγων-ρασοφόρων και αυτής ταύτης της θεότητας του Χριστού (αρειανικό παράλληλο).

Ένα άλλο θλιβερό καινοφανές φαινόμενο στη σημερινή θεολογία προερχόμενο από την υπερτροφική ανάπτυξη του μορφωτικού επιπέδου του θεολόγου επιστήμονα εις βάρος του ορθοδόξου βιώματος είναι η λογοτεχνοποίηση της θεολογίας. Ποιητικά φληναφήματα, στεγνές ιστοριογραφίες, στείρες και κακόγουστες αγιογραφοπατερικές επαναλήψεις, κενά λόγια χωρίς Πνεύμα, τουτέστιν έπεα πτερόεντα εις τον αέρα διαλυόμενα μη έχοντα την οφειλομένη εξ αυτών πνευματική ωφέλεια του εκκλησιαστικού σώματος. Οι ανήκοντες όμως στην κατηγορία αυτή συνήθως γίνονται αληθέστεροι εκφραστές του θεολογικού πνεύματος στην εποχή μας, διότι έστω και τεχνικά και όχι ουσιαστικά μεταφέρουν το λόγο του Θεού στη γλώσσα του σύγχρονου ανθρώπου.

Το τραγελαφικό προέρχεται από την κατηγορία των αγραμμάτων ή ολιγογραμμάτων θεολογούντων και φυσικά μη εχόντων πνευματικό επίπεδο και αγιότητα, οι οποίοι και διαστρέφουν θεολογικά ζητήματα και δυσφημούν το χριστιανισμό λόγοις τε και έργοις. Παραδειγματολογώντας και πάλι αφορμής δοθείσης εκ των νεοομολογητικών τάσεων των καιρών θα αναφερθώ ενδεικτικά στο θέμα θεολογικών όρων, αοριστολογικής προελεύσεως και περιεχομένου, νεόκοπων και καινοτρόπως προσφάτως κατασκευασθέντων και διατυπωθέντων. Ο όρος ας πούμε οικουμενισμός και τα παράγωγά του. Πλήρης σύγχυση. Ορολογίες μάλλον συνθηματολογικές εν είδει θεολογικών γκράφιτι προς εντυπωσιασμόν χρώμενες. Η βαπτισματική θεολογία που ακούγεται κατά κόρον και δη από αξιόλογους θεολόγους; Τι ακριβώς εστίν; Η πράξη της εκκλησίας δηλοί τη σχετικότητα των δικών μας ενεργειών και την απόλυτη εξουσία του Θεού. Όλοι γνωρίζουμε την ακρίβεια περί του ορθοδόξου βαπτίσματος και τις διάφορες ερμηνείες της εν τω Πηδαλίω. Εν προκειμένω όμως ερωτώ: οι βαπτισμένοι στο όνομα της αγίας Τριάδος ετερόδοξοι και δεκτοί γενόμενοι με απλό χρίσμα ή και χωρίς αυτό με απλή έγγραφη ομολογία είναι λιγότερο ορθόδοξοι από τους επαναβαπτισθέντας;

Τους σχισματικούς ΓΟΧ επανερχομένους στην εκκλησία πρέπει να τους αναβαπτίζουμε, να τους αναμυρώνουμε ή αρκεί μια απλή εξομολόγηση; Να μνημονεύσω λίαν πρόσφατο εκκλησιαστικό παρατράγουδο σε ελλαδική μητρόπολη που απεκαλύφθη μετά από χρόνια αχειροτόνητος ιερέας και η εκκλησιαστική αρχή επικύρωσε όλα τα υπ’ αυτού έως τότε τελούμενα μυστήρια αφήνοντας πάλι στη διακριτική ευχέρεια και συνείδηση εκάστου αν θα προβεί σε επανατελέσεις; Άλλη ερώτηση: το αεροβάπτισμα είναι πλήρες ή μισό βάπτισμα; Όταν στα παιδάκια, που σε καθημερινό παιδικό παιχνίδι βάπτισε ο μικρός τότε άγιος Αθανάσιος, θεώρησε ο επίσκοπος μακρόθεν ιστάμενος ότι κατήλθε η Χάρις και έτσι επισφράγισε τις βαπτίσεις εκείνες, πώς άραγε εξηγείται αυτό; Ας μας απαντήσουν σε αυτά πρώτα - μάλλον ας ξεκαθαρισθούν συνοδικώς και τελεσιδίκως ταύτα - και μετά συζητάμε αφενός τον ακριβή προσδιορισμό του εν λόγω ορισμού και αφετέρου την αποδοχή του εκ μέρους της εκκλησιαστικής πρακτικής. Οι μεταμοσχεύσεις και η δωρεά οργάνων; Είναι επιτρεπτά και αν όχι γιατί; Πώς μερικοί βιάζονται να μιλήσουν για τον εγκεφαλικό θάνατο αγνοώντας τη σύγχρονη ιατρική και τους εκκλησιαστικούς αρμόδιους επί θεμάτων βιοηθικής; Αυτά όλα, αν δε δείχνουν θεολογική άγνοια εκ μέρους ενίων, σίγουρα μαρτυρούν θεολογική προχειρότητα και ανωριμότητα έως επικινδυνότητα.

Στη χώρα μας είναι πολλές οι θεολογικές εμμονές και τα σχολαστικά κατάλοιπα και ακόμα απαλλασσόμεθα εξ αυτών με βραδείς ρυθμούς. Από την άλλη η θεολογική επιστήμη λόγω του θεωρητικού της κυρίως χαρακτήρα πλέον, αφού σχεδόν χάθηκε η αγιότητα του βίου, κατέστη χώρος αυτοσχεδιασμού, προχειρότητας και πειραματισμού πάντων των εις το εκκλησιαστικό γεγονός ολίγον περισσότερο μετεχόντων. Βλέπουμε λοιπόν μια έξαρση επιθετικότητας παραδοσιολατρών κατά νεωτεριστών - άλλοι κατακρεουργημένοι όροι – και το φαιδρό φαινόμενο της αγιοποίησής τους υπό του ευσεβιστικού πληρώματος εκ παραλλήλου με τον αφορισμό των αντιφρονούντων. Μας έρχονται στο νου οι ανόητες και εμπαθέστατες προ ετών σπιλώσεις κατά «συντηρητικότατου» στη ζωή του θεολόγου επί τη καταγγελία νεονικολαϊτισμού και νεορθοδοξίας. Και πάλι αντεπιστημονική και πλήρους φαντασίας χρήση όρων με μόνο στόχο την κατασυκοφάντηση της αντικειμένης γνώμης. Αυτή όμως η εγκληματική θεολογική αγραμματοσύνη - σε νου και καρδιά - και εσωστρέφεια πόσους έχει απομακρύνει από την εκκλησία και πόσο ασυγκίνητη και ανυποψίαστη συντηρεί τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας επί των σοβαρότατων υπαρξιακών θεολογικών ζητημάτων; Έχουν καταλάβει μερικοί πόσο αδιάφοροι είναι για την υπόλοιπη κοινωνία; Αυτάρκεις ηγετίσκοι όμως στις σέκτες τους πλανώντες και πλανώμενοι… Ο πνευματικός λοιπόν αυτός αλληθωρισμός από τον οποίο πάσχουν τόσα «ευλαβή βλαμμένα» - κατά γερο Παΐσιο - μέλη της ορθοδόξου εν Ελλάδι εκκλησίας πότε θα αρχίσει να θεραπεύεται, ώστε να δούμε ότι μέρα με τη μέρα αυτοσυρρικνωνόμαστε ανησυχητικά και πως περνάμε δραματικά απαρατήρητοι από τους πλείστους όσους πλησίον μας;

Μπορεί σήμερα να μιλήσει θεολόγος σε άλλη γλώσσα πλην της εποχής μας, τουτέστιν τη γλώσσα της πατερικής παράδοσης εν συνδυασμώ με εκείνη της τέχνης, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της φυσικής, της ιατρικής, της βιολογίας, της αστρονομίας αλλά και πάσης άλλης επιστήμης; Μπορεί να έχει μορφωτικό χαμηλό; Πώς θα σταθεί και ποιον θα πείσει; Πιθανώς ολίγιστους γραφικούς; Μερικές γιαγιούλες; Το δυσάρεστο είναι ότι δεν έχουν αγιότητα αληθινή με την οποία θα έπειθαν και αγράμματοι όντες. Και όμως προβάλλονται και δοξάζονται κάποιοι αποστεωμένοι νόες διατηρητέοι που με το στείρο μηρυκασμό πατερικών φράσεων - μη βιωθέντων και αφομοιωθέντων υπ’ αυτών - δοκούσι ότι διατηρούν ανόθευτη την ορθοδοξία και ταυτόχρονα άκοντες μαρτυρούντες τα σαθρά θεμέλια της προσωπικής πίστης τους, εφόσον τρομοκρατούνται να διαλεχθούν επί ίσοις όροις με το σύγχρονο άνθρωπο - τον αλλόδοξο, ετερόδοξο, αλλόθρησκο, άθρησκο, αγνωστικιστή, αδιάφορο, μπερδεμένο, νέο, ναρκομανή και πάει λέγοντας - και τα νέα δεδομένα των καιρών που ως χείμαρρος σαρώνουν τα πάντα και διαρκώς αλλάζουν μορφές. Φοβάται όμως η αλήθεια του Χριστού να διαλεχθεί με οτιδήποτε; Από τι, στα αλήθεια, κινδυνεύει η αλήθεια-Χριστός και η περί αυτόν θεολογία; «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ’ 6) και «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ’ 8). Η τραγική ειρωνεία είναι ότι όλα αυτά που σκιάζονται είναι και αυτά δημιουργήματα του ίδιου Θεού τον οποίο έκλεισαν στους τοίχους των αιθουσών και ναών τους, για να τον διαφυλάξουν αλώβητο από τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και εκκοσμίκευσης.

Εν τέλει σε κάθε εποχή δυο θεολογικές γενιές συγκρούονται. Η αληθινή - ή η προς αυτήν τείνουσα - που εκφράζει το Χριστό σε κάθε χρονική περίοδο και τόπο με τα σύγχρονα εκάστοτε δεδομένα εν συνδυασμώ με τη θεία Χάρη, διότι η εκκλησία ως σώμα Χριστού είναι ζωντανός οργανισμός και εξελίσσεται εσχατολογικώς αενάως, οπότε αυτομάτως καταδικάζει την ετέρα γενεά θεολογούντων: των δειλών συντηρητικών, και πιστών απλών και δια εγγράφων πιστοποιητικών θεολόγων, οι οποίοι έντρομοι γεγόνασι στην ιδέα και μόνον ότι έφαγαν μια ολάκερη ζωή σε μια θρησκεία που ίσως δεν είναι τόσο ισχυρή όσο διά κραυγών και πατερικών παπαγαλισμών προσπαθούν να πείσουν εαυτούς – πρωτίστως - και αλλήλους. Στην Εκκλησία μας όμως δεν υπάρχει απελπισία. Η θεία Χάρις η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα μπορεί να καλύψει τον απολεσθέντα χρόνο για όλους μας. Αρκεί να την ανακαλύψουμε και να την κάνουμε κτήμα μας. Και ο τρόπος είναι ένας: η μετάνοια.

Ο Χριστός ήρθε να θεώσει τον άνθρωπο και να εξαγιάσει και το ελαχιστότερο κομμάτι «ύλης» της αχανούς του δημιουργίας. Μερικοί ακόμα ζουν στο μεσαιωνικό και αρχαίο στατικό κλειστό σύμπαν, αλλά όπως η ρωμαιοκαθολική εκκλησία, θα αναγκαστούν κάποια στιγμή από την ορμή των γεγονότων - και για να μην τους κλείσουν σε ψυχιατρεία - να αφυπνισθούν και να επαναπροσδιορισθούν. Τότε θα εισέλθουν όντως στην «επίγεια άκτιστη εκκλησία του Χριστού» (γέρων Πορφύριος) και θα καταλάβουν ότι χάνονται εύκολα οι πολύτιμες ώρες της ζωής σε μωρολογίες, μάταιες διαμάχες και ανωριμότητες, ενώ κατά Ιησούν Χριστόν «ενός εστί χρεία» (Λουκ. ι’ 42). Μοναχική και ολιγάριθμη - μη φοβού το μικρόν ποίμνιον - παραμένει σε κάθε ιστορική περίοδο η όντως ούσα θεολογική γενεά, αυτή των τέκνων του Θεού των την θείαν υιοθεσίαν απολαμβανόντων εν τη μία και μοναδική Εκκλησία του Χριστού: εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν, ως και τινες των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι’ τού γαρ και γένος εσμέν» (Πραξ. ιζ’ 28).

Λάρισα, 2/1/2010

Υ.Γ. Είναι γνωστή η ιστορία του σήμερον εορτάζοντος μεγάλου ρώσου αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ με την επίσκεψη σε αυτόν ενός θεολόγου της εποχής του. Παρετήρησε για αυτόν ο άγιος: «Και εγώ γνωρίζω ότι είναι επιτήδειος στο να συνθέτει κηρύγματα. Το να διδάσκεις τους άλλους είναι τόσο εύκολο, όσο το να ρίχνεις πέτρες από ένα καμπαναριό. Το να εφαρμόζεις όμως όσα διδάσκεις, αυτό είναι σαν να ανεβάζεις τις πέτρες εκεί πάνω. Τόσο διαφέρει η διδασκαλία από την εφαρμογή» (Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου). Ας προσέχουν τινες νεοθεολογίσκοι «διδάσκαλοι του γένους», που συχνά πυκνά αναφέρονται - ζηλούντες θέσιν διαδόχων - στον όντως μέγα εν προκειμένω άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, πού ακριβώς πετροβολούν, διότι μερικά βόλια τους δεν πετυχαίνουν μόνον αλλοδόξους αλλά διαλανθάνουν πορεία και προς ομοδόξους αδελφούς τους.

3 σχόλια:

Ἐρευνητὴς είπε...

Χρόνια Πολλά.

Ἂν κατάλαβα καλὰ, θεωρεῖτε ὅτι οἱ Ὀργανωσιακοί θεολόγοι αὐτοπροσδιορίζονται ὡς οἱ τὴν Ἀλήθειαν φυλάττοντες καὶ οἱ Νεώτεροι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀδυνατοῦν νὰ τὴν ἐκφράσουν βιωματικὰ, ἐπειδὴ ἡ ἀληθὴς θεολογία προυποθέτει θεωρία καὶ πράξη καὶ ὄχι μόνον θεωρία;

N. K. είπε...

Γνωρίζετε την παλιότερη πολεμική των οργανωσιακών θεολόγων-εκ λανθασμένης θεολογικής τοποθέτησης μάλλον και όχι από εμπάθεια-κατά του ορθοδόξου ησυχασμού. Το αναίρεσαν βέβαια εν πολλοίς σήμερα. Παρόλα αυτά έχουν ακόμα στις τάξεις τους λαϊκούς αφιερωμένους εν είδει κοινωνικού μοναχισμού. Και αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά τρωτά τους. Το είπα ενδεικτικά. Από την άλλη οι κουλτουριάρηδες θεολόγοι της εποχής. Με ρωτάτε ποιον προτιμώ. Κανένα από δαύτους.
Αν όμως είναι να διαλέξω εξ ανάγκης ανάμεσά τους θα προτιμήσω ένα σύγχρονο λογοτέχνη της θεολογίας που έστω και αν δεν το βιώνει μεταφέρει στο λόγο του την ορθόδοξη θεολογία πιο λαγαρή εν αντιθέσει με «αγιασμένες το φαίνεσθαι» μορφές πιο ηλικιωμένων θεολόγων αλλά εραστών οργανωσιακών-δυτικοχριστιανικών θεολογικών θέσεων και νοοτροπιών άλλων εποχών.
Βδέλυγμα όμως είναι κατ’ εμέ οι άθεοι θεολόγοι που το δηλώνουν ανερυθρίαστα και στους μικρούς μαθητές τους.

Ἐρευνητὴς είπε...

1]Γιατί ὄχι ἀπὸ ἐμπάθεια;Ὅταν εἰσηγοῦνται τὴν ἐν τῷ κοσμῷ ἰδιότητα τοῦ ἀφιερωμένου, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ παρανόηση τοῦ ὑγιοῦς μοναχισμοῦ;

2]Πολλὰ τρωτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ καὶ ἔχουν γραφτεῖ πολλά…Ἀρκεῖ νὰ κοιτάξει κάποιος στὸ βιβλίο τοῦ κ. Αθ. Ἀγγελόπουλου «Ἱστορία τῶν δομῶν…».

3]Τέτοιου εἴδους θεολόγοι «ἕνα σύγχρονο λογοτέχνη τῆς θεολογίας» ὑπῆρξαν οἱ ραψῳδοὶ καὶ πολλοί ἄλλοι ποιητὲς τῆς ἀρχαιότητας.

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θεολογία δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ἀληθῆ θεολογία καὶ εἶναι ἄξιο προσοχῆς πού σας ἀρκεῖ ὅπως λέτε.

4]Πονεμένη ἱστορία γιὰ παιδάκια (οἱ ἄθεοι θεολόγοι) πού ἁπλῶς πέρασαν σὲ μιὰ σχολὴ ποῦ δὲν τὰ ἐκφράζει οὔτε κατὰ 0000,1%.

Ἐν κατακλεῖδι κ.Ν ἐπισημάνατε τὰ ἀρνητικὰ καὶ τῶν δύο πλευρῶν.

Τὰ ἐπισημάνατε διότι σας ἀπογοήτευσαν καὶ οἱ δυὸ πλευρὲς καὶ ἔτσι στραφήκατε σὲ ὑποκατάστατα θεολόγων, ὅπως οἱ λογοτέχνες τῆς θεολογίας.

Καιρὸς εἶναι νὰ ἐκφρασθεῖ ἡ ἀληθὴς θεολογία καὶ νὰ μποῦν στὴ θέση τοὺς οἱ κάθε παραδοσιακοί -αὐτοδιοριζόμενοι θεολόγοι -θεματοφύλακες τῆς πίστεως, πού νομίζουν ὅτι, ἂν δὲν ἦταν αὐτοὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ κινδύνευε, ἀλλὰ καὶ οἱ νέοι θεολόγοι !!!

Δὲν διάβασαν φαίνεται καὶ οἱ δυὸ κάτι πολὺ ἁπλὸ (Ματθ 16,18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.)

Ὅπως καὶ τὸ (Πρὰξ 20,28 28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. )

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶπε ὅτι δὲν θὰ καταισχυνθῆ ἡ Ἐκκλησία Του, ἀλλὰ καὶ στὸν παρακλητικὸ κανόνα διαβάζουμε «Προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντε..» τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι καὶ ἡ Παναγία μας εἶναι ΑΚΑΤΑΙΣΧΥΝΤΟΣ.

Δὲν ἔχει ἀνάγκη λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτεπάγγελτους προστάτες, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ διδακτορικὲς διατριβὲς καὶ συμπόσια ἀγάπης.

Καλὰ εἶναι ἐκεῖ ποῦ εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ἐκεῖ χωρὶς αὐτοὺς.