Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Μέτρα για τη γρίππη - Συστάσεις της Επιτροπής Επιδημιών του ΑΠΘ


Μετά από έγκριση της Πρυτανείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Κέντρο Λειτουργίας Δικτύου του παν/μίου προώθησε την παρακάτων ανακοίνωση της Επιτροπής Διαχείρισης Επιδημιών Α.Π.Θ. στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, την οποία ευχαρίστως δημοσιεύουμε:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Επιτροπή Διαχείρισης Επιδημιών Α.Π.Θ.

Αγαπητοί φοιτητές , μέλη ΔΕΠ, Διοικητικό και Επιστημονικό Προσωπικό,

Από τον Απρίλιο του 2009 εξελίσσεται πανδημία από νέο ιό γρίπης Α(Η1Ν1) που μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η μετάδοση γίνεται όπως στην εποχική γρίπη, δηλαδή με στενή επαφή (1-2 μέτρα) μεκάποιον που νοσεί και διασπείρει σταγονίδια με βήχα ή φτέρνισμα. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί και έμμεσα, αν αγγίξουμε τη μύτη ή το στόμα μας, αφού τα χέρια μας έχουν ακουμπήσει επιφάνειες πρόσφατα μολυσμένες(π.χ. χερούλια).

Για τον λόγο αυτό λαμβάνουμε μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης τηςγρίπης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο όσο αυτό είναι δυνατό. Για τηνεπίτευξη αυτού του στόχου θα χρειαστούμε τη βοήθεια σας. Συνεργαζόμαστε στενά με το ΚΕΕΛΠΝΟ και το Υπουργείο Υγείας καιΠαιδείας, ώστε να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα που αφορούν το ίδρυμαμας, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας. Θα σας κρατάμε ενήμερους αναφορικά με τις νέες εξελίξεις.Επί της παρούσης κάνουμε ότι είναι δυνατό για να συνεχίσει ναλειτουργεί το ΑΠΘ όπως συνήθως.

Παρακάτω αναφέρονται μερικά από ταπράγματα που μπορείτε να κάνετε για να συμβάλλετε στον περιορισμό τηςπανδημίας:

*Δώστε ιδιαίτερη σημασία στην ατομική υγιεινή, πλένοντας τα χέρια σαςμε σαπούνι και νερό, ιδιαίτερα μετά από βήχα ή φτέρνισμα. Τααλκοολούχα αντισηπτικά είναι επίσης αποτελεσματικά.

*Δώστε ιδιαίτερη σημασία στη προστασία από τα αναπνευστικάσυμπτώματα, καλύπτοντας το στόμα και τη μύτη σας με ένα χαρτομάντιλοόταν βήχετε ή φτερνίζεστε. Αν δεν έχετε χαρτομάντιλο, βήξτε ή φτερνιστείτε στον αγκώνα σας ή στο βραχίονα σας, αλλά όχι στα χέριασας. Αποφύγετε να πιάνετε τα μάτια σας, τη μύτη σας ή το στόμα σαςγιατί αυτός είναι ο κύριος τρόπος μετάδοσης της των ιών και τωνμικροβίων.

*Να γνωρίζετε τα σημεία και συμπτώματα της γρίπης.

Πυρετός και Βήχας, Πονόλαιμος, Συνάχι ή ρινική συμφόρηση.
Άλλα συμπτώματα: Κεφαλαλγία, Πόνοι σε όλο το σώμα, Ρίγος, Διάρροια, Αίσθημα κόπωσης, Έμετος.

Πυρετός είναι μια θερμοκρασία μεγαλύτερη από 38ο C.

Αναζητήστε για πιθανά σημεία πυρετού: αν ένα άτομο αισθάνεται πολύ ζεστό, έχει εξέρυθρο πρόσωπο ή ιδρώνει ή έχει κρυάδες.

*Παραμείνετε σπίτι αν έχετε γρίπη ή συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπηγια τουλάχιστον 24 ώρες μετά από την ημέρα που είστε πλέον απύρετοι.Αυτό πρέπει να καθορίζεται χωρίς την λήψη αντιπυρετικών (μπορεί να αλλοιώνουν την εικόνα). Μην πηγαίνετε στη δουλειά ή το μάθημα.

*Απευθυνθείτε στο γιατρό σας για το αν πρέπει να εμβολιαστείτε γιατην εποχική γρίπη. Επίσης αν έχετε αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές απότη νέα γρίπη Η1Ν1, θα πρέπει να εμβολιαστείτε και έναντι του Η1Ν1 όταντο εμβόλιο γίνει διαθέσιμο. Στα άτομα που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνογια επιπλοκές από τη νέα γρίπη Η1Ν1 περιλαμβάνονται: οι έγκυες και ταάτομα με χρόνια ιατρικά προβλήματα (όπως άσθμα, καρδιακή νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη).

*Δηλώστε οπωσδήποτε την ασθένεια σας:o Αν είστε φοιτητής στη Γραμματεία της Σχολής σας.o Αν είστε εργαζόμενος στο ΑΠΘ στο τηλέφωνο του ιατρείου του ΑΠΘ 2310995569Αν αυτή την ακαδημαϊκή χρονιά η πανδημία της γρίπης γίνει πιο σοβαρή,μπορεί να χρειαστεί να λάβουμε επιπρόσθετα μέτρα για τον έλεγχο τηςεξάπλωσης του ιού.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πανδημία της γρίπης στηνπανεπιστημιακή μας κοινότητα και σχετικά με τις δράσεις του ΑΠΘεπισκεφτείτε τον διαδικτυακό τόπο www.auth.gr ή επικοινωνήστε με το ΚΕΕΛΠΝΟ στο 1135. Άλλοι χρήσιμοι δικτυακοί τόποι: http://www.keelpno.org/, http://www.who.com/, http://www.flu.gov/, http://www.ecdc.europa.eu/.

Θα υπάρξει νέα ειδοποήσηση, ξανά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για οποιεσδήποτε αλλαγές στη στρατηγική του ΑΠΘ που αφορά την αντιμετώπιση και πρόληψητης νέας γρίπης στο χώρο του Πανεπιστημίου.

Φιλικά

Η Επιτροπή Διαχείρισης Επιδημιών ΑΠΘ

"Το πρόβλημα των Σκοπίων σήμερα", του καθηγητή του ΑΠΘ κ. Αθαν. Καραθανάση


Ο Σύνδεσμος Θεολόγων Μακεδονίας - Θράκης, συμφωνώντας απόλυτα με το άρθρο - κείμενο του Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής (και αναπληρωτού προέδρου του Τμήματος Ποιμαντικής Θεολογίας) και μέλους του Συνδέσμου κ. Αθανάσιου Καραθανάση (φωτ.) αναφορικά με το Σκοπιανό, θεώρησε σκόπιμο να το κοινοποιήσει στο θεολογικό και όχι μόνο κόσμο, θεωρώντας ότι είναι ιδιαίτερα ενημερωτικό, χρήσιμο και επίκαιρο στη σύγχρονη συγκυρία. Συμφωνώντας κι' εμείς με το Σύνδεσμο Μακεδονίας δημοσιεύουμε το άρθρο προς ενημέρωση των αναγνωστών μας.

* Αξίζει να αναφερθεί ότι ο κ. Καραθανάσης, ως διακεκριμένος ιστορικός, καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστημονικής τους καριέρας, έχει σταθεί ως πιστός και γνήσιος Έλληνας, είτε με τη συγγραφική του δραστηριότητα, είτε με τις άπειρες διαλέξεις και την εν γένει δράση του, στο πλευρό της Ελλάδας, στο πλευρό της Μακεδονίας, αναδεικνύοντας παντού και πάντοτε αντικειμενικά την ιστορική αλήθεια των γεγονότων.

* * * * * * * *

Το πρόβλημα των Σκοπίων σήμερα

Του Καθηγητή Α.Π.Θ. κ. Αθ. Καραθανάση

Το 1991 διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία και δημιουργήθηκαν νέα ανεξάρτητα κράτη (Κροατία, Σλοβενία, Σερβία, κ.α.) με ποταμούς αίματος ενός εμφυλίου πολέμου. Στην δημιουργία των νέων αυτών κρατών εμφανίστηκε και ένα νέο κράτος που ήθελε, και επιμένει, να ονομάζεται «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Οι περισσότερες κυβερνήσεις του που σχηματίσθηκαν από το 1991 ως σήμερα προβάλλουν ως βασικό συστατικό της πολιτικής τους την θεωρία του «μακεδονισμού» των κατοίκων αυτής της μικροσκοπικής δημοκρατίας, αλλά και στην «απελευθέρωση» και «συνένωση» των τριών γεωγραφικών τμημάτων που συγκροτούν το σύνολο του ιστορικού γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας.

Στηρίζονται, και προβάλλουν ανιστόρητα μια αλυτρωτική πολιτική που ξεκινά από το 1944, όταν μετά τον Πόλεμο ο Τίτο, οραματιζόμενος κάθοδο στο Αιγαίο, ονόμασε την νεοϊδρυθείσα Δημοκρατία της «Μακεδονίας» ως μακεδονικό χώρο. Και ήθελε να ενσωματώσει σ’ αυτήν την ελληνική Μακεδονία που καλύπτει το 51% του αρχαίου μακεδονικού χώρου, το 9% που ανήκει στη Βουλγαρία, με το 38% που ανήκε στη Γιουγκοσλαβία. Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 οι Σκοπιανοί πολιτικοί με φανατισμό προέβαλλαν παγκοσμίως και αδιαλλάκτως τον ισχυρισμό ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων!

Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή αντέδρασε στην οικειοποίηση του εθνικού ονόματος των Μακεδόνων από τους Σκοπιανούς, του ονόματος Μακεδονία και Μακεδόνες. Εμείς οι Έλληνες δεν μπορούμε να δεχθούμε αρπαγή της ιστορικής κληρονομιάς και της ιστορίας της Μακεδονίας από απογόνους Σλάβων που έφθασαν εδώ ως νομάδες τον 6ο και 7ο αιώνα μ.Χ. Οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνες μόνον γεωγραφική σημασία έχουν και αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού, επομένως τα Σκόπια δεν μπορούν να οικειοποιούνται την ελληνική ιστορία, επειδή μόνο και μόνο κατοικούν σ’ ένα τμήμα του αρχαίου ελληνικού μακεδονικού χώρου, στο οποίο εγκαταστάθηκαν ως επήλυδες.

Γι’ αυτό είναι και πέραν πάσης εννοίας δημοσίου διεθνούς δικαίου, που ορίζει ότι ένας λαός μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται και να επιλέγει το όνομα του βασιζόμενος στην ιστορία του. Κατ’ ακολουθίαν οι Σκοπιανοί δεν μπορούν να οικειοποιούνται ούτε όνομα, ούτε ιστορία. Είναι καθαρή κλοπή, κυρίως όμως είναι επικίνδυνη τυχόν υποχώρηση της Ελλάδος στο όνομα ή τα παράγωγα του, γιατί τα Σκόπια με τυχόν όνομα του εθνικού κράτους τους Μακεδονία, θα διεκδικούν στο μέλλον τις γειτονικές ομώνυμες περιοχές, δηλ. την ελληνική Μακεδονία, αλλά και την Μακεδονία του Πιρίν, που ανήκει σήμερα στην Βουλγαρία. Και φυσικά αν τους δοθεί το όνομα Μακεδονία, οι Σκοπιανοί θα ονομάζονται Μακεδόνες και οι Έλληνες Μακεδόνες, αποκλειστικοί κληρονόμοι του αρχαίου ονόματος σ’ αυτήν την περίπτωση θα το χάσουν. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα το κατενόησε αυτό, γι’ αυτό και έθεσε ως όρο στα Σκόπια να παύσουν οικειοποιούμενα το όνομα και την ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων και χρησιμοποιούν το όνομα Μακεδονία που υποδηλώνει και εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας.

Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής κοινότητας του Δεκεμβρίου 1991, του Γκιμαράες της Πορτογαλίας (30 Απριλίου 1992) και της Λισσαβώνος (27 Ικουνίου 1992) ορίζουν ότι τα Σκόπια θα πρέπει να επιλέξουν όνομα, που να μην περιέχει τη λέξη Μακεδονία. Τα Σκόπια αρνήθηκαν να δεχθούν τις αποφάσεις της Κοινότητος, ώσπου το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. στις 7 Απριλίου 1993 δέχθηκε τα Σκόπια με το όνομα Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ΠΓΔΜ και διεθνώς FYROM. Αλλά τα Σκόπια εξακολούθησαν την αδιάλλακτη στάση οικειοποιούμενα ακόμη και τον Ήλιο της Βεργίνας. Η ενδιάμεση συμφωνία του 1995 μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων προέβλεπε όρους καλής γειτονίας, αλλά τα Σκόπια εξακολουθούν την αδιαλλαξία τους ιδίως μετά την εμφάνιση νέων εθνικιστικών πολιτικών ως ο Γκρούεφσκυ (εγγονός Έλληνος από την Φλώρινα!), ο Μιλόσοσκυ και άλλοι, που προβάλλουν ανιστόρητες αξιώσεις υποστηριζόμενοι από τον υπερατλαντικό παράγοντα.

Τελευταία παρουσιάζονται σημεία υποχωρήσεως αυτής της αδιαλλαξίας, ιδίως μετά την απόρριψη του αιτήματος τους να εισέλθουν στο ΝΑΤΟ με το βέτο της Ελλάδος. Η υποχώρηση αυτή οφείλεται πρώτον σε αντιδράσεις ισχυρού ρεύματος Σκοπιανών που αντελήφθησαν τα αδιέξοδα μιας τέτοιας πολιτικής της κυβερνήσεως τους, αλλά και την απόρριψη της Σλαβικής ιστορίας και καταγωγής τους. Είναι, εξάλλου, και ο σλαβικός παράγοντας, που καλύπτει πάνω από τα 2/5 του πληθυσμού της FYROM, που απορρίπτει τον όρο Μακεδονία, με τον οποίο όπως λέγουν, και ορθώς, δεν έχουν καμμία σχέση.

Οι Έλληνες οφείλουμε να υπερασπισθούμε το όνομα Μακεδονία-Μακεδόνες αφού αιώνες εμείς το έχουμε στην ιστορία μας συνδεόμενοι με τον Μέγιστο των Ελλήνων Μέγα Αλέξανδρο και υπερασπιζόμενοιο από αιώνων την Μακεδονία, το οχυρό και ανάχωμα απέναντι στις εχθρικές εισβολές.


Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

"H Eκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται"


«Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται»
Ενας θαυμάσιος σχολιασμός της ρήσης του βιβλίου του Θανάση Παπαθανασίου (του γνωστού αρχισυντάκτη της "Σύναξης", Δρα Θεολογίας και εκλεκτού συναδέλφου καθηγητή), από τον συνάδελφο, καθηγητή του Γυμνασίου της όμορφης Σερίφου Χρήστου Γιώβου. Μια υπέροχη ανάλυση, ας την απολαύσουμε:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η Εκκλησία σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι κάτι το στατικό αλλά εξελίσσεται. Αυτό συμβαίνει γιατί πορεύεται διαρκώς προς τη Βασιλεία του Θεού. Ωστόσο, όλη αυτή η εξέλιξη δεν γίνεται από κάπου έξω απ’ τον κόσμο, την ιστορία και μάλιστα με τρόπο μαγικό. Αντιθέτως, η Εκκλησία πορεύεται με διάλογο προς τον κόσμο, τον οποίο προσκαλεί να γίνει Βασιλεία. Ωστόσο, οι δυνατοί τρόποι σχέσεως της Εκκλησίας με την ιστορία και τη Βασιλεία είναι του «απόκοσμου», του «εκκοσμικευμένου» και του «εγκόσμιου».[1]
Τον τελευταίο τρόπο συσχέτισης της Εκκλησίας με την ιστορία προκρίνει ως ορθόδοξο στην εκκλησιολογία του ο Θανάση Παπαθανασίου. Καταδικάζοντας τόσο την εσωστρέφεια όσο και την εκκοσμίκευση κάνει λόγο για μια Εκκλησία η οποία γίνεται όταν ανοίγεται προς τον κόσμο πορευόμενη μέχρι τη Βασιλεία. Μπορεί να φαίνεται περίεργο ωστόσο, η πρόγευση της Βασιλείας μέσα στην Εκκλησία την καθιστά ανοιχτή και εξελίξιμη προς τον κόσμο.
Πρόβλημα όμως υπάρχει για την έννοια του ρήματος γίνεται από τη ρήση του τίτλου του βιβλίου του Θανάση Παπαθανασίου : Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται.[2] Δηλαδή η Εκκλησία δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση και οφείλει συνεχώς να πραγματώνεται; Μια σειρά από Θεολογικά επιχειρήματα αλλά και παραθέματα από την βιβλική παράδοση προσπαθούν να τεκμηριώσουν την αδιάκοπη εξέλιξη της Εκκλησίας. Όμως δυσκολία υπάρχει και στην κατανόηση του ρήματος ανοίγεται.

Ο Θανάσης Παπαθανασίου αναφέρει στο παραπάνω βιβλίο τόσο το γιατί πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται στον κόσμο όσο και τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να ανοίγεται. Το γιατί, λίγο ως πολύ φαίνεται να είναι αυτονόητο στο βιβλίο. Αυτό το οποίο έχει μεγάλη σημασία για τον Θανάση Παπαθανασίου είναι το πώς πρέπει να ανοίγεται. Και γι αυτό το πώς, προτείνει μια σειρά από τρόπους, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν την Εκκλησία να ανοίγεται στον κόσμο ξεπερνώντας κινδύνους και εμπόδια. Αυτά αφορούν όχι μόνο την ιεραποστολή της Εκκλησίας αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.

1. Εκκλησία και κόσμος

1.1.Οι δυνατές σχέσεις της Εκκλησίας με την Ιστορία

Σύμφωνα με την άποψη του Κωνσταντίνου Αγόρα τρεις είναι οι δυνατοί τρόποι σχέσης της Εκκλησίας με τον κόσμος : ο «απόκοσμος», ο «εκκοσμικευμένος» και ο «εγκόσμιος».[3] Βεβαία σ’ όλους αυτούς τους τρόπους σημαντικό ρόλο παίζει η θεώρηση της Βασιλείας. Αν η ιστορία είναι το αλεύρι, η Εκκλησία είναι το προζύμι και η Βασιλεία είναι η ζυμωμένη ζύμη, τότε «απόκοσμο» γίνεται το προζύμη όταν δεν ανακατευτεί με το αλεύρι. Αντιθέτως «εκκοσμικευμένο» γίνεται το προζύμι όταν μετατραπεί σε αλεύρι. Ενώ «εγκόσμιο» γίνεται το προζύμη όταν ανακατεύεται βαθιά με το αλεύρι με στόχο την δημιουργία ζυμαριού δηλαδή Βασιλείας.[4] Αυτή την παράσταση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντίνος Αγόρας για να δηλώσει τις σχέσεις κόσμου, Εκκλησίας, Βασιλείας.

Το απόκοσμο της Εκκλησίας έχει ως συνέπειες ένα ελιτισμό στις τάξεις της. Κυριαρχεί η τάξη του αυτοδοξασμού και της αυτάρκειας. Η σωτηρία έχει χαρακτήρα σακραμενταλιστικό και η Εκκλησία αποκτά καθιδρυματικό χαρακτήρα μιας και η παρουσία του Πνεύματος παύει να πνέει. Η ιεροσύνη γίνεται εξουσιαστικού τύπου έχοντας ως όνειρο τον ολοκληρωτισμό. Αυτές τις παραμέτρους καταδικάζει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα τα Πτερόεντα δώρα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς άγγελος Κυρίου κατέβηκε στην γη για να μοιράσει θεϊκά δώρα. Αφού θεώρησε ανάξιους της δωρεάς του τους ανθρώπους της πόλης, πήγε σε μια Εκκλησία όπου «καί εἰς το βάθος ἀντίκρυσεν ἔνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καί μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμούς καί ἐπιτηδευμένας κινήσεις…» φεύγοντας και από εκεί δυσαρεστημένος.[5]

Κατά την εκκοσμικευμένη μορφή της Εκκλησίας, η ιστορία προσπαθεί να θεωθεί μόνη της χωρίς την παρουσία του Θεού. Πρόκειται για μια ατομοκρατική κατά βάση λειτουργία, η οποία κάνει την Εκκλησία να χάνει τον προσανατολισμό της και να μένει στατική στην ιστορία. Ειδικότερα στην δυτική χριστιανοσύνη εξαιτίας του χριστομονισμού η Εκκλησία ταυτίστηκε με την ιστορία με αποτέλεσμα την έντονη εκκοσμίκευση της. Η Βασιλεία δεν δίνει νόημα στην ιστορία αλλά αποτελεί το χρονικό τέλος της. Και σ’ αυτήν την περίπτωση το Πνεύμα δεν παραμερίζεται και η Εκκλησία γίνεται καθίδρυμα. Επίσης, χάνεται το εσχατολογικό ήθος με αποτέλεσμα να εισέρχονται στην Εκκλησία εγκοσμιοκρατικού χαρακτήρα συμπεριφορές, όπως είναι ο ευσεβισμός, η ατομοκρατία και ο οφελισμός.
Αντιθέτως, κατά τον εγκόσμιο τρόπο σχέσης της Εκκλησίας με την ιστορία η παρουσία του Πνεύματος είναι συνεχής. Η Εκκλησία αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και διαλέγεται μαζί του. Τον προσκαλεί να γίνει και αυτός Βασιλεία. Βεβαίως, αυτό σημαίνει ότι τον κρίνει και έρχεται σε ρήξη με τα στοιχεία εκείνα, τα οποία τον οδηγούν στη φθορά. Η Βασιλεία εισέρχεται στην ιστορία δια της Εκκλησίας. Αυτή την άποψη φαίνεται ότι προκρίνει ως ορθόδοξη ο Θανάσης Παπαθανασίου σε σχέση με τις εκκλησιαστικές του απόψεις, όπως θα γίνει φανερό από την ανάλυση της εκκλησιολογίας του, η οποία ακολουθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
1.2.Εκκλησία, Κόσμος και Βασιλεία σύμφωνα με τον Θανάση Παπαθανασίου
Για τον Θανάση Παπαθανασίου η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνεται έξω από τον κόσμο γιατί δεν είναι μια ιδεαλιστική φιλοσοφία. Άλλωστε στόχος της Εκκλησίας είναι η μεταμόρφωση της κτίσης και η ένωσή της με το Θεό. Η ίδια η μεταμόρφωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν έχει ως υλικό της την ιστορία και ως προορισμό της και προπομπό της τα Έσχατα. Γι’ αυτό και ο Θανάσης Παπαθανασίου από την αρχή του βιβλίου του Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται τονίζει ότι η Εκκλησία πρέπει να διακινδυνεύει στα πελάγη των πολιτισμών.[6] Στην αντίθετη περίπτωση, στην οποία η Εκκλησία περιορίζεται σε έναν τόπο ή πολιτισμό αυτομάτως εγκλείεται και περιέρχεται στη φθορά.

Έχοντας οικουμενικό χαρακτήρα η Εκκλησία αναφέρεται και μετέχει όλης της κτίσης. Ο ίδιος ο τριαδικός Θεός ενεργεί και οικονομεί μέσα στην ιστορία και για την ιστορία. Γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος στον χριστιανισμό για χωρισμό μεταξύ ιερού και βέβηλου. Η Εκκλησία δηλαδή δεν είναι το ιερό, το οποίο καθαγιάζει το βέβηλο, το οποίο είναι η κτίση. Απεναντίας, Εκκλησία και κόσμος είναι από το ίδιο υλικό, την ίδια ουσία σύμφωνα με τον Θανάση Παπαθανασίου και ο μόνος διαχωρισμός μεταξύ τους έχει να κάνει με τον προσανατολισμό και την επιλογή της Εκκλησίας σε σχέση με την κτίση.[7] Χάρη στον προσανατολισμό προς το Θεό και τη Βασιλεία, η Εκκλησία θεωρείται το μέρος εκείνο του κόσμου, το οποίο έχει ανταποκριθεί στην θεία πρόκληση.[8]

Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το υπόλοιπο μέρος της κτίσης δεν μπορεί να φτάσει και αυτό σε κοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ακόμη και ο δαιμονικός κόσμος, δηλαδή το τραυματισμένο μέρος της ιστορίας μπορεί να γίνει δυνάμει Εκκλησία και να μεταμορφωθεί.[9] Ωστόσο, η συγκεκριμένη αλλαγή νοείται και πορεία προς το Θεό, η οποία λαμβάνει ύπαρξη μόνο με την ελεύθερη συνέργια των μελών του κόσμου και σε καμία περίπτωση εξαναγκαστικά. Επομένως η Εκκλησία δεν πρέπει να επιβάλλει αλλά να προσκαλεί και να διακονεί το υπόλοιπο μέρος της κτίσης αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό σε κοινωνία με τον Θεό.[10]
Έχοντας η ίδια τη μαρτυρία της Ανάστασης οφείλει να την μεταδώσει σε όλη την κτίση. Η ιδιότητα του χριστιανισμού, η μετοχή στην Ανάσταση και η μαρτυρία της συνυφαίνονται αχώριστα.[11] Επομένως το ευαγγελικό μήνυμα η Εκκλησία δεν το κρατάει για τον εαυτό της αλλά αντιθέτως το μεταδίδει αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμος. Μέχρι την επερχόμενη Βασιλεία η Εκκλησία οφείλει να προσκαλεί την κτίση να μετάσχει στη Βασιλεία. Όπως το ίδιο κάνει και ο Θεός. Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρήξη με την φθορά και το θάνατο και τις δυνάμεις οι οποίες οδηγούν την κτίση προς το μηδενισμό.

Η μαρτυρία της Εκκλησίας και η αγάπη αναφέρονται σ’ όλο τον κόσμο αλλά κυρίως στο μέρος εκείνο το οποίο είναι άρρωστο. Γι’ αυτό και ο Θανάσης Παπαθανασίου δίνει το παράδειγμα του αββά Αγάθωνα από το μοναχισμό της αιγυπτιακής ερήμου. Ο Αγάθων φλέγονταν από τέτοια αγάπη ώστε ήταν πρόθυμος να βρει κάποιον λεπρό για να ανταλλάξει το σώμα του με το δικό του.[12] Επομένως, η Εκκλησία λειτουργεί ως ιατρείο, το οποίο απαλλάσσει τον κόσμο από κάθε ασθένεια. Ταυτόχρονα καταξιώνει και αγιάζει κάθε μέρος του κόσμου ιερό και μη. Ως προς το τελευταίο ο Θανάσης Παπαθανασίου δίνει και άλλο ένα επιχείρημα.
Στην σημιτική και μεσοποταμική παράδοση η έρημος θεωρούνταν ως τόπος κατοικίας του κακού, το βασίλειο των δαιμόνων.[13] Οι ασκητές και οι αναχωρητές οι οποίοι πήγαιναν εκεί έδιναν μάχη με τις δαιμονικές δυνάμεις. Στόχος ήταν η κάθαρση της μολυσμένης κτίσης και όχι η απόρριψη της.[14] Η πολεμική αυτή ήταν κατά βάση άρνηση από την πλευρά των αναχωρητών ένα μέρος της κτίσης να πάει προς τη φθορά και το μηδέν. Πρώτος εισβολέας της ερήμου υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος συγκρούστηκε με την φθορά και τον διάβολο.[15] Το ίδιο παράδειγμα καλείται να ακολουθεί η Εκκλησία κάθε φορά την οποία συναντά τόπο έρημο. Ο τελευταίος μπορεί να είναι κάθε οδύνη, κάθε εξανδραποδισμός και κάθε εξάτμιση της αγάπης.[16]

Ωστόσο, η κτίση καταξιώνεται περισσότερο με την συμμετοχή της στη Θεία Ευχαριστία. Στο μυστήριο αυτό ο κόσμος μεταμορφώνεται σε κοινωνία με Θεό αποτελώντας κήρυκα της μέλλουσας Βασιλείας. Η Λειτουργία είναι «φάρμακο της αθανασίας» γιατί με την αποδοχή και κατάφαση προς τον κόσμο αντιφάσκει προς τη φθορά του.[17] Σύμφωνα με τον Νικόλαο Καβάσιλα ο άρτος και ο οίνος δεν είναι απλές τροφές, τις οποίες προσφέρουμε στο Θεό. Αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, είναι στοιχεία του ανθρώπινου πολιτισμού.[18] Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολιτισμός μπορεί να προσφερθεί στο Θεό και κατά συνέπεια να αγιαστεί.

Επίσης, η Εκκλησία οφείλει να γίνει μάρτυρας και διάκονος του κόσμου καθώς η ίδια προγεύεται τη μέλλουσα Βασιλεία. Με την Θεία Ευχαριστία προεικονίζεται η Βασιλεία, γίνεται δυνατή η θέωση του ανθρώπου εν τόπω και χρόνω, πραγματοποιείται η συμπαντική συμφιλίωση και επέρχεται η νίκη κατά της φθοράς.[19] Ωστόσο, όλη αυτή η ενέργεια δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα αν δεν ανοιχτεί στην κτίση, καθώς μόνο σ’ αυτήν μπορεί να εφαρμοστεί η «κενωτική» νίκη κατά του μηδενισμού.[20] Και μόνο έτσι μπορεί να προκόβει η σάρκωση όπως την προσδιόρισε ο Μάξιμος Ομολογητής.[21]

Η ίδια η ζωή των χριστιανών αποτελεί μαρτυρία και παράδειγμα προς μίμηση. Ο αγγελικός βίος τον οποίο διαβιούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, αποτελεί για τον Ιωάννη Χρυσόστομο τον πιο σπουδαίο τρόπο ιεραποστολής, ανώτερο και από τα θαύματα.[22] Οι πιστοί στην πρώτη εκκλησία των Ιεροσολύμων «είχαν μια καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δε θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντα του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά. Δίνονταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και ζούσαν βίο αγγελικό. Αν γίνει αυτό σήμερα, θα μεταστρέφουμε στη χριστιανική πίστη ολόκληρη την οικουμένη, ακόμα και χωρίς θαύμα».[23] Επομένως, όσοι προγεύονται τα Έσχατα, θα πρέπει σε κάθε εποχή να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους και όχι προς αποφυγή.

2. Η Εκκλησία πορευόμενη μέχρι τα Έσχατα

2.1.Από την ιστορία στα έσχατα

Σύμφωνα με την εκκλησιολογία του Θανάση Παπαθανασίου η Εκκλησία δεν είναι κάτι το στατικό αλλά γίνεται κάθε φορά που ανοίγεται στον κόσμο και την Βασιλεία. Το ρήμα γίνεται, στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι υπάρχει μέλλον, υπάρχει εξέλιξη και τίποτα δεν είναι ακόμη οριστικό και τελεσίδικο. Αυτό συμβαίνει γιατί το οριστικό στην ορθόδοξη πνευματικότητα ταυτίζεται με την έλευση των Εσχάτων, της Βασιλείας του Θεού. Έτσι ούτε η ιστορία έχει φτάσει στην πηγή της ούτε η Εκκλησία είναι η Βασιλεία.[24] Επομένως, εφόσον η Εκκλησία βρίσκεται ακόμη μέσα στην ιστορία, πορεύεται οδοιπορεί μέχρι την Βασιλεία.
Επιπλέον το ρήμα γίνεται παρουσιάζει την ίδια την ουσία της Εκκλησίας, προβάλλει τον εαυτό της. Η Εκκλησία δεν είναι ένα καθίδρυμα το οποίο μοιράζει την θεία χάρη στην κτίση και τα μέλη της έχουν ήδη φτάσει στη σωτηρία. Σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν αρκετή η εισαγωγή των μελών στην Εκκλησία με το βάπτισμα και τίποτα παραπέρα. Όμως το βάπτισμα εδώ αποτελεί το ίδιο διαβατήριο, το οποίο αποτελούσε στα χρόνια του χριστού η περιτομή. Αντιθέτως, κάθε φορά η Εκκλησία γίνεται όταν τα μέλη της γίνονται σώμα Χριστού και κοινωνούν με το Θεό αλλά και μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει άνοιγμα και προς τους άλλους, προς όλη την κτίση δηλαδή και αυτή είναι η λειτουργία της Εκκλησίας, διάλογος με την κτίση με στόχο η τελευταία να γίνει Βασιλεία.[25]

Συγχρόνως είναι και μια επανεύρεση του εαυτού της για την Εκκλησία, γιατί με το να γίνεται έρχεται πιο κοντά στην τελείωση, η οποία θα είναι ακόρεστη κατά τη Βασιλεία.[26] Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί η ιστορική έλευση της Εκκλησίας. Κάθε στιγμή της είναι και ένα σπουδαίο βήμα προς τα Έσχατα.[27] Κάθε φορά που πραγματώνεται είναι και ένα πλησίασμα και μία μαρτυρία της Βασιλείας. Γι’ αυτό το λόγο στα βιβλικά και πατερικά μνημεία της παράδοση γίνεται λόγος για φάσεις της Εκκλησίας.[28] Η Εκκλησία αρχίζει με την δημιουργία και πορεύεται μέχρι τη Βασιλεία.
Επειδή η Εκκλησία γίνεται, εξελίσσεται στην ιστορία, τα διάφορα σχήματα τα οποία παίρνει μέσα στην ιστορία είναι προσωρινά.[29] Γι’ αυτό και η οργάνωση της βρίσκεται και αυτή σε διαρκή εξέλιξη και ανανέωση. Άλλα τα σημερινά οργανωτικά σχήματα και διαφορετικά αυτά της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.[30] Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία εκκοσμικεύεται μεταβάλλοντας τα οργανωτικά της σχήματα αλλά αντιθέτως, είναι αναγκαίο να ενδύεται την ιστορία για να μπορεί να προσκαλεί την κτίση να γίνει Βασιλεία. Μέσα σ’ αυτήν την οπτική δεν μπορεί να υπάρξει μια γλώσσα ιερή αλλά τον Θεό μπορεί ο καθένας να τον επικαλείται σε οποιαδήποτε γλώσσα.[31]
Άλλωστε, η Εκκλησία δεν πραγματώνεται από μόνη της αλλά χάρη στη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό συνέχει το όλον της Εκκλησίας και συγκροτεί το θεσμό της. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα φυλακίζεται μέσα στο θεσμό αυτόν, αλλά αντίθετα μπορεί να πνέει παντού και να χαριτώνει κάθε μέρος της κτίσης. Η ίδια η δράση του στην Εκκλησία δεν είναι στατική, αλλά στην ορθόδοξη λατρεία προσκαλείται σε κάθε λειτουργία από την κοινότητα των πιστών.[32] Και αυτό συμβαίνει γιατί κάθε φορά που το Πνεύμα πνέει υπάρχει και μια νέα δράση του και όχι ανάμνηση μιας προηγούμενης.[33] Αυτή η κάθε φορά και νέα δράση αποτελεί και καινούργια πραγμάτωση της Εκκλησίας.

2.2 Η Εκκλησία ως πρόσκληση προς τα Έσχατα

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η Εκκλησία βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη μέχρι και τη Βασιλεία. Για τον Θανάση Παπαθανασίου αυτή η εξέλιξη είναι αδιανόητη χωρίς το άνοιγμα της Εκκλησίας προς το σύμπαν. Αυτό συμβαίνει γιατί η ίδια η Βασιλεία, η οποία προγεύεται και μαρτυρείται στην Εκκλησία (Ο Ιωάννης Ζηζιούλας χρησιμοποιεί τον όρο «εικονολογική Οντολογία» γι’ αυτήν τη μαρτυρία) είναι συμπαντική συμφιλίωση και σωτηρία.[34] Η εικόνα μιας πολυεθνικής σύναξης χρησιμοποιείται συχνά στη Γραφή για να σημάνει την μελλούμενη τελική ανταπόκριση της ανθρωπότητας στην πρόσκληση του Θεού για θέωση.[35]
Ο Θανάσης Παπαθανασίου ταυτίζει την καθολικότητα της Εκκλησίας με το ιεραποστολικό έργο της. Ονομάζεται καθολική επειδή ανοίγεται σε όλο τον κόσμο, διδάσκει και καθοδηγεί κάθε ανθρώπινη φυλή και κάθε μέρος του κόσμου.[36] Γι’ αυτό για την Εκκλησία «τόπος μικρός, τόπος κακός» καθώς η εσωστρέφεια ενέχει τον κίνδυνο του αυτοδοξασμού και του εθνικισμού.[37] Η τοπικότητα είναι νόμιμη μόνο αν συνυφαίνεται με την οικουμενικότητα, αλλιώς οδηγεί σε αυταρέσκεια την τοπική Εκκλησία η οποία νομίζει ότι επειδή αποτελεί Εκκλησία είναι της Εκκλησίας.[38]

Επιπλέον για να διαφωτίσει το γιατί της ιεραποστολής ο Θανάσης Παπαθανασίου χρησιμοποιεί επιχειρήματα από την ίδια τη διδασκαλία του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός έδωσε την εντολή στους μαθητές του να πορευτούν προς πάντες και παντού. «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη».[39] Επίσης κατά τη διάρκεια της νίψης των ποδιών των μαθητών οι τελευταίοι καλούνται να διακονήσουν τον κόσμο. «καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν καί ὑμεῖς ποιείτε».[40] Μ’ αυτόν τον τρόπο αποστολή και διακονία συνδέονται μέσα στον κόσμο και πραγματώνονται μόνο μέσα από την αγαπητική σχέση με τους συνανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής και φύλου.

Βεβαίως πριν την εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» τα βιβλικά κείμενα αναφέρουν μια άλλη ιεραποστολή, η οποία έχει σπουδαία σημασία για να γίνει κατανοητό το άνοιγμα της Εκκλησίας προς τον κόσμο. Πρόκειται για την εντολή του Χριστού προς της γυναίκες, οι οποίες τον συνάντησαν μετά την Ανάσταση να μεταφέρουν την είδηση της Ανάστασης στους μαθητές και να τους ειδοποιήσουν ότι σύντομα θα τους συναντούσε.[41] Για τον Θανάση Παπαθανασίου το γεγονός έχει μεγάλη σημασία γιατί όποιος γίνεται μάρτυρας του Ευαγγελίου, της Ανάστασης του Χριστού αυτομάτως γίνεται απόστολος του Αναστάντος στην κτίση άπασα.[42] Αυτό αυτονόητα είναι και το χρέος της Εκκλησίας.
Πέρα από το γιατί πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται, το οποίο τόσο για την Ορθόδοξη πνευματικότητα όσο και για τον Θανάση Παπαθανασίου είναι δεδομένο και αναγκαστικό, τον τελευταίο τον απασχολεί έντονα και το πώς πρέπει να γίνεται ιεραποστολή. Το να ανοιχτεί η Εκκλησία προς τον κόσμο κρύβει πολλούς κινδύνους καθώς το άνοιγμα μπορεί να πάρει διάσταση ιμπερεαλιστική. Δεν μπορεί να γίνεται με τη μορφή αυτοκρατορίας, να επιβάλλεται δηλαδή εξουσιαστικά προς όλους. Επίσης δεν μπορεί να γίνεται με τη μορφή Μάρκετινγκ για να προσηλυτίζει πιστούς με έναν γλυκότερο τρόπο.[43] Τέλος δεν πρέπει να λαμβάνει διαστάσεις εθνικισμού, αφού ακόμη και στο χριστιανισμό δεν υπάρχει ένας «χριστιανισμός» αλλά διάφορα ρεύματα και φυσικά δεν υπάρχουν ληξίαρχοι σωζομένων.[44]
Αντιθέτως, η Εκκλησία οφείλει να διαλέγεται με τον κόσμο και να προσκαλεί το μέρος εκείνο του κόσμου, το οποίο τείνει προς το μηδέν, για να γίνει Βασιλεία. Διάλογος σημαίνει και κριτική κυρίως των στοιχείων τα οποία οδηγούν στο θάνατο.[45] Το άνοιγμα της Εκκλησίας κατανοείται ως μια συμφιλίωση συμπαντική η οποία πραγματοποιείται με αυτοκριτική και μετάνοια σε κάθε επίπεδο (προσωπικό, θεολογικό, κοινωνικό, οικονομικό).[46] Ιεραποστολή χρειάζονται και οι φερόμενοι ως Ευαγγελιστές.[47] Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τον Θανάση Παπαθανασίου γιατί η Εκκλησία μπορεί και βρίσκει τον ίδιο της τον εαυτό. Και συμβαίνει όταν υπάρχει αυταπάρνηση και κένωση του εγώ και συγχρόνως αγαπητική σχέση με τον άλλο.[48]

Στον σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης και του διαδικτύου οι προκλήσεις για διάλογο και άνοιγμα της Εκκλησίας είναι πάρα πολλές. Γνώμονας πρέπει να είναι ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου και της ελευθερίας του. Θα πρέπει να αναζητείται η ομοψυχία στην πολυφωνία και όχι η ομοιομορφία των πολιτισμών.[49] Γεγονός είναι ότι η αλήθεια του Χριστού μπορεί να ενσωματωθεί σε περισσότερα από ένα γλωσσικά πολιτιστικά συστήματα.[50] Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια πρέπει να κατανοηθεί και η πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για πνευματική οικουμενικότητα.[51] Αποτελεί την χριστιανική παγκοσμιοποίηση και βασίζεται στην αγάπη και τον συνάνθρωπο και στον σεβασμό της ελευθερίας του.

Επιπλέον, για τον Οικουμενικό Πατριάρχη η παγκοσμιοποίηση ως μέσον ομογενοποίησης της ανθρωπότητας, επιρροής των μαζών και δημιουργίας ενός ενοποιημένου και μοναδικού τρόπου σκέψης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.[52] Η Εκκλησία οφείλει να σταθεί απέναντι σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης του ανθρώπου. Γι’ αυτό θα πρέπει να εναντιώνεται σε κάθε μορφή εξουσίας, η οποία καταπιέζει την ανθρωπότητα. Οφείλει να μη ξεπερνάει αυτό το θέμα υποκριτικά αλλά να αντιστέκεται διαχρονικά. Ωστόσο, η στάση αυτή δεν θα πρέπει να εμπεριέχει μόνο άρνηση αλλά και κριτική δημιουργικότητα όπως προτείνει ο Θανάσης Παπαθανασίου.[53]

Κριτική δημιουργικότητα σημαίνει πως το παρελθόν της Εκκλησίας δεν αποτελεί το κυρίαρχο δομικό στοιχείο της. Ο εκάστοτε πολιτισμός θα πρέπει να είναι το υλικό μέσο από το οποίο φανερώνεται ο Θεός στους ανθρώπους.[54] Ωστόσο, η Εκκλησία έχει ως αποστολή και την κριτική των πολιτισμών.[55] Αυτό σημαίνει ότι στοιχεία όπως ο κατακερματισμός ή ο ολοκληρωτισμός θα πρέπει να καταδικάζονται και να ενισχύεται η ειρηνική συνύπαρξη και η κοινωνική δικαιοσύνη.[56] Άλλωστε τίποτε στον χριστιανισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αγάπη και αδελφοσύνη. Ο ίδιος ο Θεός αγάπη δεν είναι;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια ιδεαλιστική φιλοσοφία η οποία πραγματεύεται θεωρίες έξω από τον κόσμο και την ιστορία. Αντιθέτως, η Εκκλησία μετέχοντας η ίδια στην κτίση την προσκαλεί κάθε φορά να ενωθεί με το Θεό, να γίνει Βασιλεία. Την προσκαλεί όχι βίαια ή εξαναγκαστικά αλλά ερχόμενη σε διάλογο μαζί της. Αυτό σημαίνει συνάντηση των δύο και μάλιστα απ’ την πλευρά της Εκκλησίας γίνεται με πνεύμα κριτικό.

Η Εκκλησία δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση αλλά γίνεται, πραγματώνεται κάθε φορά που ανοίγεται στην ιστορία. Και επειδή πορεύεται στην ιστορία δεν θα πρέπει να εγκλείεται σε συγκεκριμένα οργανωτικά σχήματα. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται καθίδρυμα χάνοντας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το τελευταίο κάθε φορά που γίνεται η επίκληση του, δρα μέσα στην Εκκλησία με τρόπο καινό και όχι ως μια ανάμνηση της παλαιότερης δράσης του.

Αν και το γιατί της ιεραποστολής φαίνεται κάπως αυτονόητο στην ορθόδοξη πνευματικότητα, το πώς είναι το ζητούμενο. Δεν υπάρχει μια και μοναδική συνταγή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται προς τον κόσμο. Άλλωστε η πολυμορφία του τελευταίου δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν όμως αξίες, όπως ο σεβασμός του ανθρώπου ως προσώπου και της ελευθερίας του, η κενωτική αγάπη προς όλους, οι οποίες αποτελούν διαχρονικούς άξονες για την πόρευση της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο σύγχρονος πλουραλιστικός κόσμος αποτελεί πρόκληση για την Εκκλησία. Καθώς ανοίγονται νέοι δρόμοι και νέες εξελίξεις στις οποίες η Εκκλησία καλείται να μαρτυρήσει την Ανάσταση του Χριστού και τη δυνατότητα νίκης του θανάτου. Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι στο περιθώριο της ιστορίας αλλά στο κέντρο των εξελίξεων, καθώς η μαρτυρία της αποτελεί μια διαφορετική πρόταση για την ιστορία.

Το διαφορετικό αυτό στοιχείο προέρχεται από τα Έσχατα, τα οποία νοηματοδοτούν την ίδια την Εκκλησία. Εφόσον η Βασιλεία θα είναι η μελλοντική συμπαντική συμφιλίωση η Εκκλησία, η οποία την προγεύεται από τώρα, οφείλει να προσπαθεί να την εφαρμόσει στην ιστορία. Έτσι στη θέση της παγκοσμιοποίησης, η οποία για οικονομικούς λόγους πολτοποιεί τους ανθρώπους, η Εκκλησία προτείνει μια οικουμενική κοινωνία αγάπης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Σ. Περί Εκκλησίας. Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας : Α΄ Δόγμα, πνευματικότητα και ήθος της ορθοδοξίας. Πάτρα : ΕΑΠ, 2002. σ. 189.

2. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΣ, Α. Παγκοσμιότητα και ορθοδοξία : Μελετήματα Ορθοδόξου προβληματισμού. 5η έκδ. Αθήνα : Ακρίτας, 2004. σ. 132.

3. ΓΟΥΝΕΛΑΣ, Σ., ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, Γ., και ΣΤΑΘΗΣ, Γ. Η Ορθοδοξία ως Πολιτιστικό Επίτευγμα και τα Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου : Α΄ Η Ορθοδοξία ως Πολιτιστικό Επίτευγμα. Πάτρα : ΕΑΠ, 2002. σ. 13-15.

4. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, Ι. Η κτίση ως ευχαριστία : Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της οικολογίας. μετάφρ. Ε Γκανουρή. 3η έκδ. Αθήνα : Ακρίτας, 1998. σ. 24, 35.

5. ΚΛΑΨΗΣ, Ε. Η πρόκληση ενός παγκοσμίου κόσμου. Στο επιμ. Ε. Κλάψης : Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο : Ένας οικουμενικός διάλογος. μετάφρ. Α. Αλαβάνου. Αθήνα : Καστανιώτης, 2006. σ. 118.

6. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ν. Α. Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β : Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη. 2η έκδ. Θεσσαλονίκη : Πουρναράς, 1999. σ. 367, 378, 381.

7. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Α. Άπαντα : Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ.4. Αθήνα : Δόμος, 1998. σ. 191-192.

8. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Θ.Ν. Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται : Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης. Αθήνα : Εν πλω, 2008. 354 σ. ISBN 978-960-6719-22-6.

9. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Θ.Ν. Με την ψυχή στα πόδια : Από το μνήμα το κενό στους δρόμους του κόσμου. 2η έκδ. Αθήνα : Εν πλώ, 2007. 132 σ. ISBN 978-960-6719-08-0.

10. ΤΡΑΚΑΤΕΛΗΣ, Δ. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο. Στο επιμ Ε. Κλάψης. Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο : Ένας οικουμενικός διάλογος. μετάφρ. Α. Αλαβάνου. Αθήνα : Καστανιώτης, 2006. σ. 48.

[1] Σ. Γουνέλας, Γ. Παγουλάτος και Γ. Στάθης. Η Ορθοδοξία ως Πολιτιστικό Επίτευγμα και τα Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου : Α΄ Η Ορθοδοξία ως Πολιτιστικό Επίτευγμα. Πάτρα : ΕΑΠ, 2002. σ. 13-15. (Στο εξής θα αναφέρεται ως Σ. Γουνέλας, Η Ορθ. ως Πολιτισμ. ).
[2] Θ. Ν. Παπαθανασίου. Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται : Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης. Αθήνα : Εν πλω , 2008. 354 σ. (Στο εξής θα αναφέρεται ως Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. ).
[3] Σ. Γουνέλας, Η Ορθ. ως Πολιτισμ. σ. 13-15.
[4] Σ. Γουνέλας, Η Ορθ. ως Πολιτισμ. σ. 15.
[5] Α. Παπαδιαμάντης. Άπαντα : Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ.4. Αθήνα : Δόμος, 1998. σ. 191-192.
[6] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 24-25.
[7] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 47-49.
[8] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 48.
[9] Ν. Α. Ματσούκας. Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β : Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη. 2η έκδ. Θεσσαλονίκη : Πουρναράς, 1999. σ. 381. (Στο εξής θα αναφέρεται ως Ν. Α. Ματσούκας, Δογμ. και Σύμβ. ).
[10] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 38.
[11] Θ. Ν. Παπαθανασίου. Με την ψυχή στα πόδια : Από το μνήμα το κενό στους δρόμους του κόσμου. 2η έκδ. Αθήνα : Εν πλώ, 2007. σ. 116. (Στο εξής θα αναφέρεται ως Θ. Ν. Παπαθανασίου, Με την ψυχ. ).
[12] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 330.
[13] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 196.
[14] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 203.
[15] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 215.
[16] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 214.
[17] Ι. Ζηζιούλας. Η κτίση ως ευχαριστία : Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της οικολογίας. μετάφρ. Ε Γκανουρή. 3η έκδ. Αθήνα : Ακρίτας, 1998. σ. 24. (Στο εξής θα αναφέρεται ως Ι. Ζηζιούλας, Η κτί. ως ευχ. ).
[18] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. Γίν. σ. 41.
[19] Ι. Ζηζιούλας, Η κτί. ως ευχ. σ. 35.
[20] Ι. Ζηζιούλας, Η κτί. ως ευχ. σ. 35.
[21] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 39.
[22] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ.263.
[23] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ.263-264.
[24] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 78-79.
[25] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 31-32.
[26] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 91.
[27] Ν. Α. Ματσούκας, Δογμ. και Σύμβ. σ. 378.
[28] Ν. Α. Ματσούκας, Δογμ. και Σύμβ. σ. 367.
[29] Ν. Α. Ματσούκας, Δογμ. και Σύμβ. σ. 381
[30] Ν. Α. Ματσούκας, Δογμ. και Σύμβ. σ. 381.
[31] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 59-62.
[32] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 345.
[33] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 345.
[34] Σ. Γιαγκάζογλου. Περί Εκκλησίας. Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας : Α΄ Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας. Πάτρα : ΕΑΠ, 2002. σ. 189.
Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 345.
[35] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 81-82.
[36] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 80
[37] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 90.
[38] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 85-86.
[39] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Με την ψυχ. σ. 57.
[40] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Με την ψυχ. σ. 55.
[41] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Με την ψυχ. σ. 104.
[42] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Με την ψυχ. σ. 112.
[43] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 293.
[44] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 311,314.
[45] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 348.
[46] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 341.
[47] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 310.
[48] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Με την ψυχ. σ. 132.
[49] Α. Γιαννουλάτος. Παγκοσμιότητα και ορθοδοξία : Μελετήματα Ορθοδόξου προβληματισμού. 5η έκδ. Αθήνα : Ακρίτας, 2004. σ. 131.
[50] Δ. Τρακατέλης. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο. Στο επιμ Ε. Κλάψης. Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο : Ένας οικουμενικός διάλογος. μετάφρ. Α. Αλαβάνου. Αθήνα : Καστανιώτης, 2006. σ. 48.
[51] Ε. Κλάψης. Η πρόκληση ενός παγκοσμίου κόσμου. Στο επιμ. Ε. Κλάψης. Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο : Ένας οικουμενικός διάλογος. μετάφρ. Α. Αλαβάνου. Αθήνα : Καστανιώτης, 2006. σ. 118. (Στο εξής θα αναφέρεται ως Ε. Κλάψης, Η πρόκλ. ).
[52] Ε. Κλάψης, Η πρόκλ. σ. 118.
[53] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 347.
[54] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 347.
[55] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 348.
[56] Θ. Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλ. γίν. σ. 348.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Θεός και ο Καίσαρας, ο ποιμένας κι' ο πολίτης...


Ο Θεός και ο καίσαρας,

ο ποιμένας κι’ ο πολίτης…

* Εχουν δικαίωμα πολιτικών παρεμβάσεων και συμμετοχής στη πολιτική αντιπαράθεση οι Μητροπολίτες, ή όχι; Ενα θεολογικό σχόλιο μ’ αφορμή ένα άρθρο του Σεβασμωτάτου Μητροπολίτου Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου

Tου Χάρη Ανδρεόπουλου*

Προ τετραετίας περίπου μ’ αφορμή επικριτικές δηλώσεις του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Καλαβρύτων κ.κ. Αμβροσίου σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού κ. Κων. Σημίτη, είχαμε ακούσει την τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων και νυν ευρωβουλευτή κ. Μαριέττα Γιαννάκου, να λέει ότι, ναι μεν δεν θα ΄θελε να ακούει πολιτικολογίες από στόματα ιερέων και αρχιερέων, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να τους αρνηθεί το δικαίωμα που έχουν, ως «πολίτες», να εκφράζονται ελεύθερα. Προ διετίας και ο τότε υπουργός Επικρατείας κ. Θεοδ. Ρουσσόπουλος κληθείς να σχολιάσει τις επικριτικές δηλώσεις πολιτικού περιεχομένου που διατυπώθηκαν από χειλέων αρχιερέως, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος επανέλαβε τα ίδια με την κ. Γιαννάκου: «Ο κάθε Ελληνας πολίτης», είπε, «έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του», κλπ.

Θυμήθηκα τ’ ανωτέρω περιστατικά διαβάζοντας στο «amen.gr» (http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=553) την νέα - και γενομένη εξ αφορμής της προκήρυξης των προώρων βουλευτικών - αρθρογραφικού τύπου πολιτική παρέμβαση του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου, ο οποίος μάλιστα στο ρητορικό ερώτημα (που ο ίδιος θέτει) – για το εαν «θα πρέπει ν’ ασχολείται με τέτοια πολιτικής χροιάς θέματα ένας κληρικός και ευρύτερα η Εκκλησία;» – απαντά (ο ίδιος) «ναι». Με βάση την εκφρασθείσα υπό των προαναφερθέντων υπουργών πολιτειακή (= κοσμική) αντίληψη, θα συμφωνήσω με τον σεβασμιώτατο, ότι, ασφαλώς και έχει, ως «πολίτης», το αναφαίρετο δικαίωμα να αναφέρεται σ’ οποιοδήποτε θέμα και να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Θα μου επιτρέψει, όμως, μ’ όλο το σεβασμό προς το πρόσωπό του, να διαφωνήσω σχετικώς με το εάν έχει το «δικαίωμα» να ομιλεί και να πολιτικολογεί όντας ποιμενάρχης, επίσκοπος της του Χριστού Εκκλησίας.

Για τους εκπροσώπους της πολιτείας είναι φυσικό να θεωρούν ακόμη και για έναν αρχιερέα πρώτιστη την ιδιότητα του πολίτη και σύμφωνα με την πολιτειακή – έννομη (=κοσμική) τάξη πράττουν ορθώς, καθώς κατά το Σύνταγμα η πρωτεύουσα ιδιότητα όλων μας είναι αυτή του πολίτου, η οποία κατισχύει πάσης ετέρας. Αυτό, όμως, που ισχύει για την πολιτεία, δεν ισχύει απολύτως για την Εκκλησία. Κατά τη ταπεινή μας γνώμη, η θεολογική θεώρηση των πραγμάτων εν προκειμένω είναι άλλη, διαφορετική, και απέχει παρασάγγας από την ως άνω πολιτειοκρατική προσέγγιση του θέματος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τους κανόνες (= νόμους) της Εκκλησίας ο κάθε αρχιερέας της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας θεωρείται πρωτίστως «ποιμένας» και δευτερευόντως «πολίτης». Για την (ποιμαίνουσα) Εκκλησία, τη ζωή και δράση των μελών της - κληρικών τε και λαϊκών - προέχει το Κανονικό της Δίκαιο. Το πολιτειακό δίκαιο έπεται – και, απλώς, για να ρυθμίζει τις νομικές σχέσεις της (διοικούσας) Εκκλησίας με το Κράτος .

Η επιταγή της διάκρισης κράτους – Θεού δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά - κυρίως - χριστιανική. Ο ίδιος ο Χριστός το είπε: «Aπόδοτε ουν τα Kαίσαρος Kαίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22,21). Αυτό σημαίνει ότι μπορεί μεν η κοσμική (= άθρησκη) πολιτεία να επιτρέπει σε κάθε πολίτη να ασχολείται με «τα του Καίσαρος» και «με τα του Θεού», είτε φορά ράσο είτε όχι, όμως, η χριστιανική παράδοση δεν το επιτρέπει. Μπορεί η πολιτεία να παραχωρεί το δικαίωμα στους (ανεξαρτήτως θρησκεύματος) πολίτες της να λένε ότι θέλουν (κι’ όπως θέλουν), στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου, όμως, το δικαίωμα αυτό για τη κατηγορία των πολιτών που είναι αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας προσλαμβάνει άλλο περιεχόμενο (εν Χριστώ) ελευθερίας.

Η χριστιανική παράδοση θέλει τους εν τω κόσμω ποιμένες (επισκόπους) να ασκούν ποιμαντική μέριμνα και να επιτελούν κοινωνικό έργο, όχι, όμως, κατά τον τρόπο που ενεργούν οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά όπως ταιριάζει σε ποιμένες, κατά την επιταγή της Αγίας Γραφής, η οποία τους θέλει να μην μπλέκονται σε διαμάχες και έριδες. «..Δούλον δε Κυρίου ου δει μάχεσθαι, αλλ’ ήπιον είναι προς πάντας, διδακτικόν, ανεξίκακον» (:o δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονικεί, αλλά να είναι ήπιος απέναντι σε όλους, πρόθυμος να διδάξει, ανεκτικός), λέει ο Απ. Παύλος στην προς Τιμόθεο (Β’, 2, 24) ποιμαντική επιστολή του και προσθέτει, στο ίδιο χωρίο, για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται ο κάθε ποιμένας - επίσκοπος: «..εν πραότητι παιδεύοντα τους αντιδιατιθεμένους, μήποτε δω αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας…» (: πρέπει να παιδαγωγεί με πραότητα τους αντιτιθεμένους για να τους δώσει κάποτε ο Θεός μετάνοια να καταλάβουν την αλήθεια). Η χριστιανική παράδοση θέλει τους ποιμένες – επισκόπους ενωτικούς, γιατί «το γαρ της Εκκλησίας ου χωρισμού, αλλά ενώσεως εστί και συμφωνίας όνομα» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Α΄ Κορινθίους, P.G. 61, 63).

Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Εκκλησία θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στην λεγόμενη πνευματική σφαίρα της ζωής του ανθρώπου και να κρατηθεί μακριά από την υλική – κοσμική; Φυσικά και όχι – πρέπει, όμως, να προσαρμόζει τις όποιες παρεμβάσεις της στο θεολογικό πλαίσιο του μεταμορφωτικού και ανακαινιστικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ως κιβωτός σωτηρίας των ανθρώπων.

Η αντίληψη που θέλει την Εκκλησία να ασχολείται μόνο με τα θρησκευτικά – πνευματικά ζητήματα, μόνο με το χώρο του ιερού, εκχωρώντας σε άλλους τα λεγόμενα υλικά πράγματα, είναι μανιχαϊκή – και άρα εσφαλμένη από την ορθόδοξη σκοπιά, καθώς σκοπός της Εκκλησίας είναι να μεταμορφώσει και να σώσει τον όλο άνθρωπο (σώμα και ψυχή, πνεύμα και ύλη). Σύμφωνα με την θεολογία μας, ο Χριστός προσέλαβε «ασυγχύτως», «ατρέπτως», «αχωρίστως», «αδιαιρέτως» (όπως, επί λέξει, ορίσθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας), τον όλο άνθρωπο. Συνεπώς και όλη την ανθρώπινη ιστορία - άρα και την πολιτική, κοινωνική και όχι μόνο την πνευματική ή θρησκευτική πλευρά της. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «το γάρ απρόσληπτον, αθεράπευτον. Ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (Επιστολή 101, P.G. 37, 181 C)

Υπάρχει, όμως, ριζική διαφορά και διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και πολιτικής, και άρα ποιμένων και πολιτικών, καθώς, όπως προείπαμε, άλλο Θεός, άλλο Καίσαρ (βλ. Mατθ. 22, 21). Η Εκκλησία δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να προδώσει την ουσία και την σωτηριολογική αποστολή της μεταβαλλόμενη σε σχήμα και εξουσία του αιώνος τούτου. Για την Εκκλησία η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των πολιτικών ζητημάτων (πρέπει να) γίνεται, όχι με την συνήθη αντιπαραθετική πολιτική – κομματική πρακτική, αλλά με την αναγωγή τους στη πνευματική τους βάση. Το ζητούμενο για την Εκκλησία είναι η ανακαίνιση και μεταμόρφωση του κόσμου, η κλήση σε μετάνοια και η αναγγελία του ευαγγελίου της Βασιλείας και όχι η με κάθε μέσο και τρόπο παρουσία της στη δημόσια σφαίρα και ειδικότερα στο χώρο της πολιτικής - κοσμικής εξουσίας, γεγονός που κατά τη γνώμη μας συνιστά εκκλησιολογική εκτροπή. Εξ άλλου η Εκκλησία είναι μάνα όλων (ακόμη και των αριστερών) και η κάθε διάκριση των ανθρώπων με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω θα ήταν ξένη προς την θεολογία της, το ευχαριστιακό της ήθος, προς την ίδια την ταυτότητά της: «Εκκλησία δε καλείσθαι φερωνύμως, δια το πάντας εκκαλείσθαι και ομού συνάγειν», μας υπενθυμίζει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (Κατηχήσεις, 18, 24. P.G. 33, 1044 B).

* Σκοπός των ποιμένων της Εκκλησίας (πρέπει να) είναι να προσεγγίζουν τον κόσμο όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας τον σε ενότητα. Αποστολή τους πρέπει να είναι να ενοποιούν και να ανακαινίζουν. Να δίνουν και αγώνες για τη κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά χωρίς να συσχηματίζονται με τους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας. Να δίνουν μάχες με όπλα το σταυρό και τη προσευχή. Να διαπνέονται από πνεύμα διακονίας και αυτοθυσίας.

Αυτά λέει το Ευαγγέλιο. Αυτά παρέλαβαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, αυτά μας παρέδωσαν. Αυτή είναι η παράδοσή μας. Έτσι πρέπει να φέρονται οι ποιμένες μας, όπως τους καλεί ο Απόστολος Παύλος, όπως τους προτρέπει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Φρονώ ότι ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Καλαβρύτων κ.κ. Αμβρόσιος, ένας όντως δυναμικός Επίσκοπος με πλούσια και διαχρονική προσφορά στην Εκκλησία μας, οφείλει να εξωτερικεύει όλο τον δυναμισμό του ασχολούμενος με θέματα κοινωνικά, όχι όμως στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που σε τίποτε δεν διαφέρει από την συνήθη πολιτική (= κοσμική) πρακτική, αλλά στο πλαίσιο της πνευματικής προσέγγισης των κάθε φύσεως προβλημάτων, υπό την ιδιότητα του Ιεράρχη και Ποιμανάρχη, την οποία, θεωρώ ως πρωτεύουσα για το πρόσωπό του, όπως και για το πρόσωπο του κάθε Ιεράρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ας (παρα-) μείνουν τα καθαρώς και αμιγώς πολιτικά (= κομματικά) ζητήματα στους πολιτικούς μας. Και, επιτέλους, αντί να τους απαξιώνουμε συνεχώς και διαρκώς, ας κάνουμε κάτι πιο εκκλησιαστικό, πιο θεολογικό: ας προσευχηθούμε να τους φωτίζει ο Θεός να αγωνίζονται και να προσφέρουν έργα αγάπης για την αγαπημένη μας πατρίδα. Είμαι βέβαιος ότι ο σεβασμιώτατος Καλαβρύτων κ. Αμβόσιος θα συμφωνήσει μαζί μου, ότι για μας τους χριστιανούς ένα από τα δυνατότερα «όπλα» είναι και η προσευχή και μια από τις χειρότερες αμαρτίες μας η κατάκριση.

* Θαρρώ ότι οι συγκρούσεις αρχιερέων με πολιτικούς και κόμματα εισάγουν κλίμα διαίρεσης στη κοινωνία, αποτελώντας ενδεικτικές περιπτώσεις εκκλησιολογικής εκτροπής. Και επειδή από τη βδομάδα (Δευτέρα, 7 Σεπτεμβρίου) εισερχόμαστε και επισήμως στην προεκλογική τροχιά, θα πρέπει αυτά τα φαινόμενα να προβληματίσουν εγκαίρως τον κάθε Ιεράρχη χωριστά, την Ιερά Σύνοδο, ως θεσμικό όργανο της Εκκλησίας μας, τον θεολογικό και ευρύτερα πνευματικό κόσμο, όλους μας, πριν φθάσουμε – μη γένοιτο! - στη έσχατη βαθμίδα εκπτώσεως, με την εισαγωγή των πολιτικών (= κομματικών) διαιρέσεων μέσα στην Εκκλησία.

* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδας «Ελευθερία» της Λάρισας, της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων "amen.gr" και καθηγητής Β’/θμιας Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας). To ανωτέρω θεολογικό σχόλιο δημοσιεύεται στo "amen.gr":http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=558