Ο Θεός και ο καίσαρας,
ο ποιμένας κι’ ο πολίτης…
* Εχουν δικαίωμα πολιτικών παρεμβάσεων και συμμετοχής στη πολιτική αντιπαράθεση οι Μητροπολίτες, ή όχι; Ενα θεολογικό σχόλιο μ’ αφορμή ένα άρθρο του Σεβασμωτάτου Μητροπολίτου Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου
Tου Χάρη Ανδρεόπουλου*
Προ τετραετίας περίπου μ’ αφορμή επικριτικές δηλώσεις του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Καλαβρύτων κ.κ. Αμβροσίου σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού κ. Κων. Σημίτη, είχαμε ακούσει την τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων και νυν ευρωβουλευτή κ. Μαριέττα Γιαννάκου, να λέει ότι, ναι μεν δεν θα ΄θελε να ακούει πολιτικολογίες από στόματα ιερέων και αρχιερέων, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να τους αρνηθεί το δικαίωμα που έχουν, ως «πολίτες», να εκφράζονται ελεύθερα. Προ διετίας και ο τότε υπουργός Επικρατείας κ. Θεοδ. Ρουσσόπουλος κληθείς να σχολιάσει τις επικριτικές δηλώσεις πολιτικού περιεχομένου που διατυπώθηκαν από χειλέων αρχιερέως, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος επανέλαβε τα ίδια με την κ. Γιαννάκου: «Ο κάθε Ελληνας πολίτης», είπε, «έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του», κλπ.
Θυμήθηκα τ’ ανωτέρω περιστατικά διαβάζοντας στο «amen.gr» (http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=553) την νέα - και γενομένη εξ αφορμής της προκήρυξης των προώρων βουλευτικών - αρθρογραφικού τύπου πολιτική παρέμβαση του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου, ο οποίος μάλιστα στο ρητορικό ερώτημα (που ο ίδιος θέτει) – για το εαν «θα πρέπει ν’ ασχολείται με τέτοια πολιτικής χροιάς θέματα ένας κληρικός και ευρύτερα η Εκκλησία;» – απαντά (ο ίδιος) «ναι». Με βάση την εκφρασθείσα υπό των προαναφερθέντων υπουργών πολιτειακή (= κοσμική) αντίληψη, θα συμφωνήσω με τον σεβασμιώτατο, ότι, ασφαλώς και έχει, ως «πολίτης», το αναφαίρετο δικαίωμα να αναφέρεται σ’ οποιοδήποτε θέμα και να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Θα μου επιτρέψει, όμως, μ’ όλο το σεβασμό προς το πρόσωπό του, να διαφωνήσω σχετικώς με το εάν έχει το «δικαίωμα» να ομιλεί και να πολιτικολογεί όντας ποιμενάρχης, επίσκοπος της του Χριστού Εκκλησίας.
Για τους εκπροσώπους της πολιτείας είναι φυσικό να θεωρούν ακόμη και για έναν αρχιερέα πρώτιστη την ιδιότητα του πολίτη και σύμφωνα με την πολιτειακή – έννομη (=κοσμική) τάξη πράττουν ορθώς, καθώς κατά το Σύνταγμα η πρωτεύουσα ιδιότητα όλων μας είναι αυτή του πολίτου, η οποία κατισχύει πάσης ετέρας. Αυτό, όμως, που ισχύει για την πολιτεία, δεν ισχύει απολύτως για την Εκκλησία. Κατά τη ταπεινή μας γνώμη, η θεολογική θεώρηση των πραγμάτων εν προκειμένω είναι άλλη, διαφορετική, και απέχει παρασάγγας από την ως άνω πολιτειοκρατική προσέγγιση του θέματος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους κανόνες (= νόμους) της Εκκλησίας ο κάθε αρχιερέας της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας θεωρείται πρωτίστως «ποιμένας» και δευτερευόντως «πολίτης». Για την (ποιμαίνουσα) Εκκλησία, τη ζωή και δράση των μελών της - κληρικών τε και λαϊκών - προέχει το Κανονικό της Δίκαιο. Το πολιτειακό δίκαιο έπεται – και, απλώς, για να ρυθμίζει τις νομικές σχέσεις της (διοικούσας) Εκκλησίας με το Κράτος .
Η επιταγή της διάκρισης κράτους – Θεού δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά - κυρίως - χριστιανική. Ο ίδιος ο Χριστός το είπε: «Aπόδοτε ουν τα Kαίσαρος Kαίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22,21). Αυτό σημαίνει ότι μπορεί μεν η κοσμική (= άθρησκη) πολιτεία να επιτρέπει σε κάθε πολίτη να ασχολείται με «τα του Καίσαρος» και «με τα του Θεού», είτε φορά ράσο είτε όχι, όμως, η χριστιανική παράδοση δεν το επιτρέπει. Μπορεί η πολιτεία να παραχωρεί το δικαίωμα στους (ανεξαρτήτως θρησκεύματος) πολίτες της να λένε ότι θέλουν (κι’ όπως θέλουν), στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου, όμως, το δικαίωμα αυτό για τη κατηγορία των πολιτών που είναι αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας προσλαμβάνει άλλο περιεχόμενο (εν Χριστώ) ελευθερίας.
Η χριστιανική παράδοση θέλει τους εν τω κόσμω ποιμένες (επισκόπους) να ασκούν ποιμαντική μέριμνα και να επιτελούν κοινωνικό έργο, όχι, όμως, κατά τον τρόπο που ενεργούν οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά όπως ταιριάζει σε ποιμένες, κατά την επιταγή της Αγίας Γραφής, η οποία τους θέλει να μην μπλέκονται σε διαμάχες και έριδες. «..Δούλον δε Κυρίου ου δει μάχεσθαι, αλλ’ ήπιον είναι προς πάντας, διδακτικόν, ανεξίκακον» (:o δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονικεί, αλλά να είναι ήπιος απέναντι σε όλους, πρόθυμος να διδάξει, ανεκτικός), λέει ο Απ. Παύλος στην προς Τιμόθεο (Β’, 2, 24) ποιμαντική επιστολή του και προσθέτει, στο ίδιο χωρίο, για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται ο κάθε ποιμένας - επίσκοπος: «..εν πραότητι παιδεύοντα τους αντιδιατιθεμένους, μήποτε δω αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας…» (: πρέπει να παιδαγωγεί με πραότητα τους αντιτιθεμένους για να τους δώσει κάποτε ο Θεός μετάνοια να καταλάβουν την αλήθεια). Η χριστιανική παράδοση θέλει τους ποιμένες – επισκόπους ενωτικούς, γιατί «το γαρ της Εκκλησίας ου χωρισμού, αλλά ενώσεως εστί και συμφωνίας όνομα» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Α΄ Κορινθίους, P.G. 61, 63).
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Εκκλησία θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στην λεγόμενη πνευματική σφαίρα της ζωής του ανθρώπου και να κρατηθεί μακριά από την υλική – κοσμική; Φυσικά και όχι – πρέπει, όμως, να προσαρμόζει τις όποιες παρεμβάσεις της στο θεολογικό πλαίσιο του μεταμορφωτικού και ανακαινιστικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ως κιβωτός σωτηρίας των ανθρώπων.
Η αντίληψη που θέλει την Εκκλησία να ασχολείται μόνο με τα θρησκευτικά – πνευματικά ζητήματα, μόνο με το χώρο του ιερού, εκχωρώντας σε άλλους τα λεγόμενα υλικά πράγματα, είναι μανιχαϊκή – και άρα εσφαλμένη από την ορθόδοξη σκοπιά, καθώς σκοπός της Εκκλησίας είναι να μεταμορφώσει και να σώσει τον όλο άνθρωπο (σώμα και ψυχή, πνεύμα και ύλη). Σύμφωνα με την θεολογία μας, ο Χριστός προσέλαβε «ασυγχύτως», «ατρέπτως», «αχωρίστως», «αδιαιρέτως» (όπως, επί λέξει, ορίσθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας), τον όλο άνθρωπο. Συνεπώς και όλη την ανθρώπινη ιστορία - άρα και την πολιτική, κοινωνική και όχι μόνο την πνευματική ή θρησκευτική πλευρά της. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «το γάρ απρόσληπτον, αθεράπευτον. Ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (Επιστολή 101, P.G. 37, 181 C)
Υπάρχει, όμως, ριζική διαφορά και διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και πολιτικής, και άρα ποιμένων και πολιτικών, καθώς, όπως προείπαμε, άλλο Θεός, άλλο Καίσαρ (βλ. Mατθ. 22, 21). Η Εκκλησία δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να προδώσει την ουσία και την σωτηριολογική αποστολή της μεταβαλλόμενη σε σχήμα και εξουσία του αιώνος τούτου. Για την Εκκλησία η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των πολιτικών ζητημάτων (πρέπει να) γίνεται, όχι με την συνήθη αντιπαραθετική πολιτική – κομματική πρακτική, αλλά με την αναγωγή τους στη πνευματική τους βάση. Το ζητούμενο για την Εκκλησία είναι η ανακαίνιση και μεταμόρφωση του κόσμου, η κλήση σε μετάνοια και η αναγγελία του ευαγγελίου της Βασιλείας και όχι η με κάθε μέσο και τρόπο παρουσία της στη δημόσια σφαίρα και ειδικότερα στο χώρο της πολιτικής - κοσμικής εξουσίας, γεγονός που κατά τη γνώμη μας συνιστά εκκλησιολογική εκτροπή. Εξ άλλου η Εκκλησία είναι μάνα όλων (ακόμη και των αριστερών) και η κάθε διάκριση των ανθρώπων με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω θα ήταν ξένη προς την θεολογία της, το ευχαριστιακό της ήθος, προς την ίδια την ταυτότητά της: «Εκκλησία δε καλείσθαι φερωνύμως, δια το πάντας εκκαλείσθαι και ομού συνάγειν», μας υπενθυμίζει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (Κατηχήσεις, 18, 24. P.G. 33, 1044 B).
* Σκοπός των ποιμένων της Εκκλησίας (πρέπει να) είναι να προσεγγίζουν τον κόσμο όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας τον σε ενότητα. Αποστολή τους πρέπει να είναι να ενοποιούν και να ανακαινίζουν. Να δίνουν και αγώνες για τη κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά χωρίς να συσχηματίζονται με τους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας. Να δίνουν μάχες με όπλα το σταυρό και τη προσευχή. Να διαπνέονται από πνεύμα διακονίας και αυτοθυσίας.
Αυτά λέει το Ευαγγέλιο. Αυτά παρέλαβαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, αυτά μας παρέδωσαν. Αυτή είναι η παράδοσή μας. Έτσι πρέπει να φέρονται οι ποιμένες μας, όπως τους καλεί ο Απόστολος Παύλος, όπως τους προτρέπει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Φρονώ ότι ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Καλαβρύτων κ.κ. Αμβρόσιος, ένας όντως δυναμικός Επίσκοπος με πλούσια και διαχρονική προσφορά στην Εκκλησία μας, οφείλει να εξωτερικεύει όλο τον δυναμισμό του ασχολούμενος με θέματα κοινωνικά, όχι όμως στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που σε τίποτε δεν διαφέρει από την συνήθη πολιτική (= κοσμική) πρακτική, αλλά στο πλαίσιο της πνευματικής προσέγγισης των κάθε φύσεως προβλημάτων, υπό την ιδιότητα του Ιεράρχη και Ποιμανάρχη, την οποία, θεωρώ ως πρωτεύουσα για το πρόσωπό του, όπως και για το πρόσωπο του κάθε Ιεράρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ας (παρα-) μείνουν τα καθαρώς και αμιγώς πολιτικά (= κομματικά) ζητήματα στους πολιτικούς μας. Και, επιτέλους, αντί να τους απαξιώνουμε συνεχώς και διαρκώς, ας κάνουμε κάτι πιο εκκλησιαστικό, πιο θεολογικό: ας προσευχηθούμε να τους φωτίζει ο Θεός να αγωνίζονται και να προσφέρουν έργα αγάπης για την αγαπημένη μας πατρίδα. Είμαι βέβαιος ότι ο σεβασμιώτατος Καλαβρύτων κ. Αμβόσιος θα συμφωνήσει μαζί μου, ότι για μας τους χριστιανούς ένα από τα δυνατότερα «όπλα» είναι και η προσευχή και μια από τις χειρότερες αμαρτίες μας η κατάκριση.
* Θαρρώ ότι οι συγκρούσεις αρχιερέων με πολιτικούς και κόμματα εισάγουν κλίμα διαίρεσης στη κοινωνία, αποτελώντας ενδεικτικές περιπτώσεις εκκλησιολογικής εκτροπής. Και επειδή από τη βδομάδα (Δευτέρα, 7 Σεπτεμβρίου) εισερχόμαστε και επισήμως στην προεκλογική τροχιά, θα πρέπει αυτά τα φαινόμενα να προβληματίσουν εγκαίρως τον κάθε Ιεράρχη χωριστά, την Ιερά Σύνοδο, ως θεσμικό όργανο της Εκκλησίας μας, τον θεολογικό και ευρύτερα πνευματικό κόσμο, όλους μας, πριν φθάσουμε – μη γένοιτο! - στη έσχατη βαθμίδα εκπτώσεως, με την εισαγωγή των πολιτικών (= κομματικών) διαιρέσεων μέσα στην Εκκλησία.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδας «Ελευθερία» της Λάρισας, της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων "amen.gr" και καθηγητής Β’/θμιας Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας). To ανωτέρω θεολογικό σχόλιο δημοσιεύεται στo "amen.gr":http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=558
ο ποιμένας κι’ ο πολίτης…
* Εχουν δικαίωμα πολιτικών παρεμβάσεων και συμμετοχής στη πολιτική αντιπαράθεση οι Μητροπολίτες, ή όχι; Ενα θεολογικό σχόλιο μ’ αφορμή ένα άρθρο του Σεβασμωτάτου Μητροπολίτου Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου
Tου Χάρη Ανδρεόπουλου*
Προ τετραετίας περίπου μ’ αφορμή επικριτικές δηλώσεις του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Καλαβρύτων κ.κ. Αμβροσίου σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού κ. Κων. Σημίτη, είχαμε ακούσει την τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων και νυν ευρωβουλευτή κ. Μαριέττα Γιαννάκου, να λέει ότι, ναι μεν δεν θα ΄θελε να ακούει πολιτικολογίες από στόματα ιερέων και αρχιερέων, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να τους αρνηθεί το δικαίωμα που έχουν, ως «πολίτες», να εκφράζονται ελεύθερα. Προ διετίας και ο τότε υπουργός Επικρατείας κ. Θεοδ. Ρουσσόπουλος κληθείς να σχολιάσει τις επικριτικές δηλώσεις πολιτικού περιεχομένου που διατυπώθηκαν από χειλέων αρχιερέως, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος επανέλαβε τα ίδια με την κ. Γιαννάκου: «Ο κάθε Ελληνας πολίτης», είπε, «έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του», κλπ.
Θυμήθηκα τ’ ανωτέρω περιστατικά διαβάζοντας στο «amen.gr» (http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=553) την νέα - και γενομένη εξ αφορμής της προκήρυξης των προώρων βουλευτικών - αρθρογραφικού τύπου πολιτική παρέμβαση του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου, ο οποίος μάλιστα στο ρητορικό ερώτημα (που ο ίδιος θέτει) – για το εαν «θα πρέπει ν’ ασχολείται με τέτοια πολιτικής χροιάς θέματα ένας κληρικός και ευρύτερα η Εκκλησία;» – απαντά (ο ίδιος) «ναι». Με βάση την εκφρασθείσα υπό των προαναφερθέντων υπουργών πολιτειακή (= κοσμική) αντίληψη, θα συμφωνήσω με τον σεβασμιώτατο, ότι, ασφαλώς και έχει, ως «πολίτης», το αναφαίρετο δικαίωμα να αναφέρεται σ’ οποιοδήποτε θέμα και να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Θα μου επιτρέψει, όμως, μ’ όλο το σεβασμό προς το πρόσωπό του, να διαφωνήσω σχετικώς με το εάν έχει το «δικαίωμα» να ομιλεί και να πολιτικολογεί όντας ποιμενάρχης, επίσκοπος της του Χριστού Εκκλησίας.
Για τους εκπροσώπους της πολιτείας είναι φυσικό να θεωρούν ακόμη και για έναν αρχιερέα πρώτιστη την ιδιότητα του πολίτη και σύμφωνα με την πολιτειακή – έννομη (=κοσμική) τάξη πράττουν ορθώς, καθώς κατά το Σύνταγμα η πρωτεύουσα ιδιότητα όλων μας είναι αυτή του πολίτου, η οποία κατισχύει πάσης ετέρας. Αυτό, όμως, που ισχύει για την πολιτεία, δεν ισχύει απολύτως για την Εκκλησία. Κατά τη ταπεινή μας γνώμη, η θεολογική θεώρηση των πραγμάτων εν προκειμένω είναι άλλη, διαφορετική, και απέχει παρασάγγας από την ως άνω πολιτειοκρατική προσέγγιση του θέματος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους κανόνες (= νόμους) της Εκκλησίας ο κάθε αρχιερέας της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας θεωρείται πρωτίστως «ποιμένας» και δευτερευόντως «πολίτης». Για την (ποιμαίνουσα) Εκκλησία, τη ζωή και δράση των μελών της - κληρικών τε και λαϊκών - προέχει το Κανονικό της Δίκαιο. Το πολιτειακό δίκαιο έπεται – και, απλώς, για να ρυθμίζει τις νομικές σχέσεις της (διοικούσας) Εκκλησίας με το Κράτος .
Η επιταγή της διάκρισης κράτους – Θεού δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά - κυρίως - χριστιανική. Ο ίδιος ο Χριστός το είπε: «Aπόδοτε ουν τα Kαίσαρος Kαίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22,21). Αυτό σημαίνει ότι μπορεί μεν η κοσμική (= άθρησκη) πολιτεία να επιτρέπει σε κάθε πολίτη να ασχολείται με «τα του Καίσαρος» και «με τα του Θεού», είτε φορά ράσο είτε όχι, όμως, η χριστιανική παράδοση δεν το επιτρέπει. Μπορεί η πολιτεία να παραχωρεί το δικαίωμα στους (ανεξαρτήτως θρησκεύματος) πολίτες της να λένε ότι θέλουν (κι’ όπως θέλουν), στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου, όμως, το δικαίωμα αυτό για τη κατηγορία των πολιτών που είναι αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας προσλαμβάνει άλλο περιεχόμενο (εν Χριστώ) ελευθερίας.
Η χριστιανική παράδοση θέλει τους εν τω κόσμω ποιμένες (επισκόπους) να ασκούν ποιμαντική μέριμνα και να επιτελούν κοινωνικό έργο, όχι, όμως, κατά τον τρόπο που ενεργούν οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά όπως ταιριάζει σε ποιμένες, κατά την επιταγή της Αγίας Γραφής, η οποία τους θέλει να μην μπλέκονται σε διαμάχες και έριδες. «..Δούλον δε Κυρίου ου δει μάχεσθαι, αλλ’ ήπιον είναι προς πάντας, διδακτικόν, ανεξίκακον» (:o δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονικεί, αλλά να είναι ήπιος απέναντι σε όλους, πρόθυμος να διδάξει, ανεκτικός), λέει ο Απ. Παύλος στην προς Τιμόθεο (Β’, 2, 24) ποιμαντική επιστολή του και προσθέτει, στο ίδιο χωρίο, για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται ο κάθε ποιμένας - επίσκοπος: «..εν πραότητι παιδεύοντα τους αντιδιατιθεμένους, μήποτε δω αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας…» (: πρέπει να παιδαγωγεί με πραότητα τους αντιτιθεμένους για να τους δώσει κάποτε ο Θεός μετάνοια να καταλάβουν την αλήθεια). Η χριστιανική παράδοση θέλει τους ποιμένες – επισκόπους ενωτικούς, γιατί «το γαρ της Εκκλησίας ου χωρισμού, αλλά ενώσεως εστί και συμφωνίας όνομα» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Α΄ Κορινθίους, P.G. 61, 63).
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Εκκλησία θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στην λεγόμενη πνευματική σφαίρα της ζωής του ανθρώπου και να κρατηθεί μακριά από την υλική – κοσμική; Φυσικά και όχι – πρέπει, όμως, να προσαρμόζει τις όποιες παρεμβάσεις της στο θεολογικό πλαίσιο του μεταμορφωτικού και ανακαινιστικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ως κιβωτός σωτηρίας των ανθρώπων.
Η αντίληψη που θέλει την Εκκλησία να ασχολείται μόνο με τα θρησκευτικά – πνευματικά ζητήματα, μόνο με το χώρο του ιερού, εκχωρώντας σε άλλους τα λεγόμενα υλικά πράγματα, είναι μανιχαϊκή – και άρα εσφαλμένη από την ορθόδοξη σκοπιά, καθώς σκοπός της Εκκλησίας είναι να μεταμορφώσει και να σώσει τον όλο άνθρωπο (σώμα και ψυχή, πνεύμα και ύλη). Σύμφωνα με την θεολογία μας, ο Χριστός προσέλαβε «ασυγχύτως», «ατρέπτως», «αχωρίστως», «αδιαιρέτως» (όπως, επί λέξει, ορίσθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας), τον όλο άνθρωπο. Συνεπώς και όλη την ανθρώπινη ιστορία - άρα και την πολιτική, κοινωνική και όχι μόνο την πνευματική ή θρησκευτική πλευρά της. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «το γάρ απρόσληπτον, αθεράπευτον. Ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (Επιστολή 101, P.G. 37, 181 C)
Υπάρχει, όμως, ριζική διαφορά και διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και πολιτικής, και άρα ποιμένων και πολιτικών, καθώς, όπως προείπαμε, άλλο Θεός, άλλο Καίσαρ (βλ. Mατθ. 22, 21). Η Εκκλησία δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να προδώσει την ουσία και την σωτηριολογική αποστολή της μεταβαλλόμενη σε σχήμα και εξουσία του αιώνος τούτου. Για την Εκκλησία η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των πολιτικών ζητημάτων (πρέπει να) γίνεται, όχι με την συνήθη αντιπαραθετική πολιτική – κομματική πρακτική, αλλά με την αναγωγή τους στη πνευματική τους βάση. Το ζητούμενο για την Εκκλησία είναι η ανακαίνιση και μεταμόρφωση του κόσμου, η κλήση σε μετάνοια και η αναγγελία του ευαγγελίου της Βασιλείας και όχι η με κάθε μέσο και τρόπο παρουσία της στη δημόσια σφαίρα και ειδικότερα στο χώρο της πολιτικής - κοσμικής εξουσίας, γεγονός που κατά τη γνώμη μας συνιστά εκκλησιολογική εκτροπή. Εξ άλλου η Εκκλησία είναι μάνα όλων (ακόμη και των αριστερών) και η κάθε διάκριση των ανθρώπων με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω θα ήταν ξένη προς την θεολογία της, το ευχαριστιακό της ήθος, προς την ίδια την ταυτότητά της: «Εκκλησία δε καλείσθαι φερωνύμως, δια το πάντας εκκαλείσθαι και ομού συνάγειν», μας υπενθυμίζει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (Κατηχήσεις, 18, 24. P.G. 33, 1044 B).
* Σκοπός των ποιμένων της Εκκλησίας (πρέπει να) είναι να προσεγγίζουν τον κόσμο όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας τον σε ενότητα. Αποστολή τους πρέπει να είναι να ενοποιούν και να ανακαινίζουν. Να δίνουν και αγώνες για τη κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά χωρίς να συσχηματίζονται με τους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας. Να δίνουν μάχες με όπλα το σταυρό και τη προσευχή. Να διαπνέονται από πνεύμα διακονίας και αυτοθυσίας.
Αυτά λέει το Ευαγγέλιο. Αυτά παρέλαβαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, αυτά μας παρέδωσαν. Αυτή είναι η παράδοσή μας. Έτσι πρέπει να φέρονται οι ποιμένες μας, όπως τους καλεί ο Απόστολος Παύλος, όπως τους προτρέπει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Φρονώ ότι ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Καλαβρύτων κ.κ. Αμβρόσιος, ένας όντως δυναμικός Επίσκοπος με πλούσια και διαχρονική προσφορά στην Εκκλησία μας, οφείλει να εξωτερικεύει όλο τον δυναμισμό του ασχολούμενος με θέματα κοινωνικά, όχι όμως στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που σε τίποτε δεν διαφέρει από την συνήθη πολιτική (= κοσμική) πρακτική, αλλά στο πλαίσιο της πνευματικής προσέγγισης των κάθε φύσεως προβλημάτων, υπό την ιδιότητα του Ιεράρχη και Ποιμανάρχη, την οποία, θεωρώ ως πρωτεύουσα για το πρόσωπό του, όπως και για το πρόσωπο του κάθε Ιεράρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ας (παρα-) μείνουν τα καθαρώς και αμιγώς πολιτικά (= κομματικά) ζητήματα στους πολιτικούς μας. Και, επιτέλους, αντί να τους απαξιώνουμε συνεχώς και διαρκώς, ας κάνουμε κάτι πιο εκκλησιαστικό, πιο θεολογικό: ας προσευχηθούμε να τους φωτίζει ο Θεός να αγωνίζονται και να προσφέρουν έργα αγάπης για την αγαπημένη μας πατρίδα. Είμαι βέβαιος ότι ο σεβασμιώτατος Καλαβρύτων κ. Αμβόσιος θα συμφωνήσει μαζί μου, ότι για μας τους χριστιανούς ένα από τα δυνατότερα «όπλα» είναι και η προσευχή και μια από τις χειρότερες αμαρτίες μας η κατάκριση.
* Θαρρώ ότι οι συγκρούσεις αρχιερέων με πολιτικούς και κόμματα εισάγουν κλίμα διαίρεσης στη κοινωνία, αποτελώντας ενδεικτικές περιπτώσεις εκκλησιολογικής εκτροπής. Και επειδή από τη βδομάδα (Δευτέρα, 7 Σεπτεμβρίου) εισερχόμαστε και επισήμως στην προεκλογική τροχιά, θα πρέπει αυτά τα φαινόμενα να προβληματίσουν εγκαίρως τον κάθε Ιεράρχη χωριστά, την Ιερά Σύνοδο, ως θεσμικό όργανο της Εκκλησίας μας, τον θεολογικό και ευρύτερα πνευματικό κόσμο, όλους μας, πριν φθάσουμε – μη γένοιτο! - στη έσχατη βαθμίδα εκπτώσεως, με την εισαγωγή των πολιτικών (= κομματικών) διαιρέσεων μέσα στην Εκκλησία.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδας «Ελευθερία» της Λάρισας, της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων "amen.gr" και καθηγητής Β’/θμιας Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας). To ανωτέρω θεολογικό σχόλιο δημοσιεύεται στo "amen.gr":http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=558
2 σχόλια:
Λες βλακίες! ΣΥΡΙΖΑΪΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ!
Ανώνυμε σύντροφε του ΚΚΕ, όλα δικά σας τα θέλετε;;; Eλεος, πιά, έλεος...
Δημοσίευση σχολίου