ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΟΡΟΥΣ,
ΕΙ ΔΥΝΑΤΟΝ, ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
Aλλαγές στη Παιδεία, τώρα!
* Προτάσεις στο διάλογο για το «νέο Λύκειο», την επιμόρφωση, την αξιολόγηση και την μισθολογική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών
Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
xaan@theo.auth.gr
Το θέμα της αυτονόμησης του Λυκείου και της αποσύνδεσής του από τις εισαγωγικές για τα ΑΕΙ - ΤΕΙ, συγκαταλέγεται στα θέματα τα οποία έχει προτάξει το υπ. Παιδείας στον εθνικό διάλογο. Και πολύ ορθώς, γιατί το σημερινό σύστημα ευνουχίζει τη μέση εκπαίδευση, η οποία είναι προσανατολισμένη σε μια μονολιθική και άγονη προπόνηση για τις εισαγωγικές εξετάσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, ενώ κανονικά θά’ πρεπε να προετοιμάζει περισσότερο τους νέους στη βάση μιας γερής γενικής μόρφωσης και της πρόγευσης των επιστημών. Μόνο αν αποκτήσει αυτόν τον προσανατολισμό θα μπορέσει, κατά τη γνώμη μας, η Β/βάθμια εκπαίδευση ν’ απελευθερωθεί από το σημερινό πάρεργο και ν’ αποκτήσει πνοή, να διαμορφώσει προσωπικότητες που θα μπορέσουν να αποκτήσουν στη συνέχεια δεξιότητες. Πως, όμως, θα μπορέσει να γίνει πράξη η εξαγγελία για την αυτονόμηση του Λυκείου, αν δεν προωθηθούν λύσεις σε χρονίζοντα και ζωτικής φύσης επιμέρους προβλήματα που ταλανίζουν τη Β/θμια εκπαίδευση και αποτελούν τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια συνολικότερης αναβάθμισης; Το «νέο Λύκειο» είναι μια πολύ καλή ιδέα, αλλά για να γίνει πράξη χρειάζεται να προωθηθεί ένας συνδυασμός επιμέρους πολιτικών που θα υπηρετούν το κεντρικό στόχο.
ΕΙ ΔΥΝΑΤΟΝ, ΕΥΡΕΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
Aλλαγές στη Παιδεία, τώρα!
* Προτάσεις στο διάλογο για το «νέο Λύκειο», την επιμόρφωση, την αξιολόγηση και την μισθολογική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών
Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
xaan@theo.auth.gr
Το θέμα της αυτονόμησης του Λυκείου και της αποσύνδεσής του από τις εισαγωγικές για τα ΑΕΙ - ΤΕΙ, συγκαταλέγεται στα θέματα τα οποία έχει προτάξει το υπ. Παιδείας στον εθνικό διάλογο. Και πολύ ορθώς, γιατί το σημερινό σύστημα ευνουχίζει τη μέση εκπαίδευση, η οποία είναι προσανατολισμένη σε μια μονολιθική και άγονη προπόνηση για τις εισαγωγικές εξετάσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, ενώ κανονικά θά’ πρεπε να προετοιμάζει περισσότερο τους νέους στη βάση μιας γερής γενικής μόρφωσης και της πρόγευσης των επιστημών. Μόνο αν αποκτήσει αυτόν τον προσανατολισμό θα μπορέσει, κατά τη γνώμη μας, η Β/βάθμια εκπαίδευση ν’ απελευθερωθεί από το σημερινό πάρεργο και ν’ αποκτήσει πνοή, να διαμορφώσει προσωπικότητες που θα μπορέσουν να αποκτήσουν στη συνέχεια δεξιότητες. Πως, όμως, θα μπορέσει να γίνει πράξη η εξαγγελία για την αυτονόμηση του Λυκείου, αν δεν προωθηθούν λύσεις σε χρονίζοντα και ζωτικής φύσης επιμέρους προβλήματα που ταλανίζουν τη Β/θμια εκπαίδευση και αποτελούν τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια συνολικότερης αναβάθμισης; Το «νέο Λύκειο» είναι μια πολύ καλή ιδέα, αλλά για να γίνει πράξη χρειάζεται να προωθηθεί ένας συνδυασμός επιμέρους πολιτικών που θα υπηρετούν το κεντρικό στόχο.
Εχω την εντύπωση ότι, στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου για τη Παιδεία, μπορούμε να ξεκινήσουμε συμφωνώντας σε απλά, πρακτικά πράγματα, άμεσης προτεραιότητας, τα οποία και το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει ανάγκη για να ορθοποδήσει λειτουργικά, αλλά και η κοινωνία στην πλειονότητά της τα αποδέχεται (και τα περισσότερα στη πράξη ήδη τα εφαρμόζει, εκτός του δημοσίου εκπαιδευτικού συστήματος, όπως, π.χ. τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα μαθήματα, η προσφυγή στα ιδιωτικά γραφεία επαγγελματικού προσανατολισμού, κλπ.). Κάποια, λοιπόν, πολύ σημαντικά θέματα, στα οποία όλοι (ή εν πάση περιπτώσει οι περισσότεροι, δημοκρατία έχουμε...) μπορούμε να συμφωνήσουμε είναι - ενδεικτικώς - τα εξής:
1) Αναβάθμιση θεσμού Σ.Ε.Π.: Να ενισχυθεί και επεκταθεί με την ίδρυση Γραφείων Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΓΡΑΣΕΠ) σ’ όλες τις σχολικές μονάδες (Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια, ΕΠΑΛ) ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός (ΣΕΠ) και ν’ αναβαθμισθεί επιστημονικά η εφαρμογή του θεσμού με την ίδρυση εξειδικευμένου κλάδου καθηγητών ΣΕΠ, τον οποίο μπορούν να στελεχώσουν οι επιστημονικά καταρτισμένοι σε θέματα Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Συμβουλευτικής απόφοιτοι του τμήματος «ΦΠΨ» (Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας) της Φιλοσοφικής Σχολής. Η ίδρυση αυτού του κλάδου μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο της επιστημονικά αναγκαίας, κατά τη γνώμη μας, διακρίσεως (όπως ακριβώς έγινε και στον κλάδο των Φυσικών) των αποφοίτων των Φιλοσοφικών Σχολών, σε κλάδους ανά ειδικότητα: ΠΕ 02.01 κλασσικής φιλολογίας, ΠΕ 02.02 νεοελληνικής φιλολογίας, ΠΕ 02.03 ιστορίας, και ΠΕ 02.04 Σχολικής Ψυχολογίας και Συμβουλευτικής, όπως είχαμε προτείνει σε άλλο άρθρο μας για το θέμα της ανάθεσης μαθημάτων («Ελευθερία», 20/09/2008, σελ. 8). Το σύνολο των παιδιών να υποβάλλονται σε τεστ αυτογνωσίας κατά την διάρκεια του Λυκείου, ώστε να προσπαθούν να συνδυάσουν το «μπορώ» με το «θέλω». Στα σχολεία των προηγμένων κρατών της δυτικής Ευρώπης, ο ΣΕΠ αποτελεί πολύ σοβαρή υπόθεση. Ας γίνει και στα δικά μας.
2) Eπιστημονική – παιδαγωγική επιμόρφωση εκπαιδευτικών: Για την αναβάθμιση των ακαδημαϊκών προσόντων των καθηγητών να επισπευσθούν οι διαδικασίες για την ίδρυση σχολών ετήσιας ή διετούς επιμόρφωσης, κατά τα πρότυπα της μετεκπαίδευσης των δασκάλων και νηπιαγωγών στα (λειτουργούντα στις έδρες αντίστοιχων πανεπιστημιακών σχολών) λεγόμενα «Διδασκαλεία». (Πέρασαν 3 – 4 χρόνια από τις σχετικές εξαγγελίες, αλλά ακόμη τίποτα...). Εννοείται ότι η επιμόρφωση αυτή θα πρέπει να κινείται σε δύο άξονες, ήτοι στον επιστημονικό (κατά ειδικότητα), αλλά και, ευρύτερα, στον παιδαγωγικό, γιατί και οι επιστήμες εξελίσσονται με ταχύτατους ρυθμούς και οι παιδαγωγικές μέθοδοι διαρκώς βελτιώνονται. Και πρέπει οι εκπαιδευτικοί να είμαστε μέσα στις εξελίξεις (και στις επιστημονικές και τις παιδαγωγικές), ώστε και τη σύγχρονη επιστημονική γνώση να προσφέρουμε τους μαθητές μας, αλλά και «να τους μαθαίνουμε πως να μαθαίνουν» (όπως προτρέπει η σύγχρονη παιδαγωγική).
3) Αξιολόγηση: Να ενεργοποιηθεί ο θεσμός της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, με εγγυήσεις αντικειμενικής εφαρμογής που θα συμφωνηθούν μέσα από ένα καλόπιστο διάλογο του υπουργείου με τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας. Τα τριάντα, σχεδόν, χρόνια χωρίς αξιολόγηση έχουν δημιουργήσει στο εκπαιδευτικό σύστημα πολλά μειονεκτήματα, απότοκα της ισοπέδωσης. Εχουν αρχίσει να συνταξιοδοτούνται εκπαιδευτικοί οι οποίοι αξιολόγησαν χιλιάδες παιδιά, αλλά αυτοί δεν αξιολογήθηκαν ποτέ (!), από κανέναν. Φθάνει πια. Να δοθούν κίνητρα για εθελοντικές μετατάξεις στους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να μεταταγούν σε υπηρεσίες που δεν έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα και να τοποθετηθούν σε αμιγώς διοικητικές θέσεις εντός του ΥΠΕΠΘ, ή σε άλλα υπουργεία
4) Μισθολογική αναβάθμιση – Εκπαιδευτικό μισθολόγιο: Είναι ντροπή σε μια χώρα με τον δικό μας πολιτισμό ένας κλητήρας της εφορίας (και προς Θεού, τούτο μόνο προς ψόγο των κλητήρων δεν λέγεται, αλλ’ ως κλαδικό παράπονο...) να έχει μεγαλύτερες απολαβές, όχι από ένα δάσκαλο, ή καθηγητή, αλλά ενίοτε και από τον Διευθυντή εκπαίδευσης(!) του νομού. Μη πιάσουμε τώρα και τη σύγκριση μισθών των δασκάλων και καθηγητών με τους κλητήρες της ΔΕΗ, ή του ΟΤΕ και λοιπών ΔΕΚΟ (των εχόντων αμοιβές υψηλότερες από τους κλητήρες της εφορίας) γιατί, ως εκπαιδευτικοί, θα ψυχοπλακωθούμε....). Επείγει, συνεπώς, η λειτουργία ενός «Εκπαιδευτικού μισθολογίου». Στο αίτημα της ΟΛΜΕ για εισαγωγικό μηνιαίο μισθό στα 1.400 ευρώ, ακούμε από τη σημερινή κυβέρνηση (ΝΔ), ως απάντηση, ότι ακούγαμε και από την προηγούμενη (ΠΑΣΟΚ), και συγκεκριμένα το επιχείρημα ότι το αίτημα, λόγω της «οικονομικής κρίσης» είναι «εξωπραγματικό», «ανέφικτο», κλπ. (την ίδια ώρα, πάντως, για αποφοίτους, όχι πανεπιστημιακής, αλλά υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε άλλες υπηρεσίες – «ρετιρέ» του Δημοσίου, συνεχίζει νά’ ναι «εφικτή» και «ρεαλιστική» η καταβολή μηνιαίων αποδοχών στα 2.000 ευρώ και βάλε – παρά την «οικονομική κρίση» και τα τοιαύτα....).
5) Φροντιστήρια: Προσωπικά πιστεύω (και έχω την αίσθηση ότι η θέση αυτή, όχι απλώς απηχεί τη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά αποτελεί ήδη κοινωνική πραγματικότητα) ότι σε μια ανοικτή κοινωνία με ελεύθερη οικονομία σαν τη δική μας και τα ιδιωτικά φροντιστήρια μπορούν να διαδραματίσουν τον δικό τους θετικό ρόλο, όπως τα ιδιωτικά σχολεία, παρέχοντας, στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης σχέσης με τη συντεταγμένη (δημόσια και ιδιωτική) εκπαίδευση, συμπληρωματική παιδεία (ορθότερα: εκπαίδευση). Κατά τη γνώμη μου, «εχθρός» του δημόσιου σχολείου και του «κρατικού φροντιστηρίου» (όπως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ενισχυτική διδασκαλία) είναι ο κακός εαυτός τους, οι ενδογενείς λειτουργικές τους αδυναμίες - και όχι τα ιδιωτικά σχολεία, ούτε τα ιδιωτικά φροντιστήρια (τα οποία κάνουν, και μάλιστα πολύ καλά, τη δουλειά τους).
6) «Ιδιαίτερα»: Θα πρότεινα να νομιμοποιηθούν τα λεγόμενα «ιδιαίτερα» μαθήματα που κάνουν οι καθηγητές του δημοσίου, καθώς αποτελούν πλέον άτυπο θεσμό. Με τον τρόπο αυτό και η εκπορευόμενη από το κράτος υποκρισία θα λάβει ένα τέλος (γιατί να απαγορεύεται στον κατ’ εξοχήν καθηγητή, π.χ. στον φιλόλογο, να κάνει ιδιαίτερα, και την ίδια ώρα – αυτή η διάκριση δεν είναι αντισυνταγματική; - να επιτρέπεται στο εκπαιδευτικό - νομικό (ΠΕ 13) να δικηγορεί ελεύθερα, στον μουσικό (ΠΕ 16) να διδάσκει σε ιδιωτικά ωδεία ακωλύτως και στο γυμναστή (ΠΕ 11) να προπονεί χωρίς το παραμικρό πρόβλημα διάφορες ποδοσφαιρικές, ή άλλες ομάδες;), αλλά και οφελημένο θα βγεί το κράτος από το φόρο που θα καταβάλουν οι καθηγητές του δημοσίου παρέχοντας νομίμως, πλέον, ιδιωτικό έργο (όπως ακριβώς προβλέπεται για τους καθηγητές του ιδιωτικού τομέα που κάνουν «ιδιαίτερα»).
* Φυσικά, χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα και συνθετότερα για να μπεί στους ρυθμούς του 21ου αιώνα το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά ας ξεκινήσουμε απ’ τ’ απλά που είναι κι’ επείγοντα - κι’ έχει ο Θεός. Αν τα δύο μεγάλα κόμματα (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) συναινέσουν στην εφαρμογή των αναγκαίων και κοινής παραδοχής πολιτικών εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος (νομίζουμε ότι στα παραπάνω έξι σημεία – προτάσεις, που ενδεικτικά αναφέρθηκαν, συγκλίνουν οι πολιτικές τους), τότε μπορούμε να αισιοδοξήσουμε ότι το 2009 θά’ ναι για την εκπαίδευση μια καλύτερη χρονιά. Μακάρι.
* O Xάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ, συνεργάτης του Ρ/Σ της Ι. Μητρόπολης Λάρισας (96,3 FM) και καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο & Λύκειο Αρμενίου).
1) Αναβάθμιση θεσμού Σ.Ε.Π.: Να ενισχυθεί και επεκταθεί με την ίδρυση Γραφείων Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΓΡΑΣΕΠ) σ’ όλες τις σχολικές μονάδες (Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια, ΕΠΑΛ) ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός (ΣΕΠ) και ν’ αναβαθμισθεί επιστημονικά η εφαρμογή του θεσμού με την ίδρυση εξειδικευμένου κλάδου καθηγητών ΣΕΠ, τον οποίο μπορούν να στελεχώσουν οι επιστημονικά καταρτισμένοι σε θέματα Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Συμβουλευτικής απόφοιτοι του τμήματος «ΦΠΨ» (Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας) της Φιλοσοφικής Σχολής. Η ίδρυση αυτού του κλάδου μπορεί να προκύψει στο πλαίσιο της επιστημονικά αναγκαίας, κατά τη γνώμη μας, διακρίσεως (όπως ακριβώς έγινε και στον κλάδο των Φυσικών) των αποφοίτων των Φιλοσοφικών Σχολών, σε κλάδους ανά ειδικότητα: ΠΕ 02.01 κλασσικής φιλολογίας, ΠΕ 02.02 νεοελληνικής φιλολογίας, ΠΕ 02.03 ιστορίας, και ΠΕ 02.04 Σχολικής Ψυχολογίας και Συμβουλευτικής, όπως είχαμε προτείνει σε άλλο άρθρο μας για το θέμα της ανάθεσης μαθημάτων («Ελευθερία», 20/09/2008, σελ. 8). Το σύνολο των παιδιών να υποβάλλονται σε τεστ αυτογνωσίας κατά την διάρκεια του Λυκείου, ώστε να προσπαθούν να συνδυάσουν το «μπορώ» με το «θέλω». Στα σχολεία των προηγμένων κρατών της δυτικής Ευρώπης, ο ΣΕΠ αποτελεί πολύ σοβαρή υπόθεση. Ας γίνει και στα δικά μας.
2) Eπιστημονική – παιδαγωγική επιμόρφωση εκπαιδευτικών: Για την αναβάθμιση των ακαδημαϊκών προσόντων των καθηγητών να επισπευσθούν οι διαδικασίες για την ίδρυση σχολών ετήσιας ή διετούς επιμόρφωσης, κατά τα πρότυπα της μετεκπαίδευσης των δασκάλων και νηπιαγωγών στα (λειτουργούντα στις έδρες αντίστοιχων πανεπιστημιακών σχολών) λεγόμενα «Διδασκαλεία». (Πέρασαν 3 – 4 χρόνια από τις σχετικές εξαγγελίες, αλλά ακόμη τίποτα...). Εννοείται ότι η επιμόρφωση αυτή θα πρέπει να κινείται σε δύο άξονες, ήτοι στον επιστημονικό (κατά ειδικότητα), αλλά και, ευρύτερα, στον παιδαγωγικό, γιατί και οι επιστήμες εξελίσσονται με ταχύτατους ρυθμούς και οι παιδαγωγικές μέθοδοι διαρκώς βελτιώνονται. Και πρέπει οι εκπαιδευτικοί να είμαστε μέσα στις εξελίξεις (και στις επιστημονικές και τις παιδαγωγικές), ώστε και τη σύγχρονη επιστημονική γνώση να προσφέρουμε τους μαθητές μας, αλλά και «να τους μαθαίνουμε πως να μαθαίνουν» (όπως προτρέπει η σύγχρονη παιδαγωγική).
3) Αξιολόγηση: Να ενεργοποιηθεί ο θεσμός της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, με εγγυήσεις αντικειμενικής εφαρμογής που θα συμφωνηθούν μέσα από ένα καλόπιστο διάλογο του υπουργείου με τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας. Τα τριάντα, σχεδόν, χρόνια χωρίς αξιολόγηση έχουν δημιουργήσει στο εκπαιδευτικό σύστημα πολλά μειονεκτήματα, απότοκα της ισοπέδωσης. Εχουν αρχίσει να συνταξιοδοτούνται εκπαιδευτικοί οι οποίοι αξιολόγησαν χιλιάδες παιδιά, αλλά αυτοί δεν αξιολογήθηκαν ποτέ (!), από κανέναν. Φθάνει πια. Να δοθούν κίνητρα για εθελοντικές μετατάξεις στους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να μεταταγούν σε υπηρεσίες που δεν έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα και να τοποθετηθούν σε αμιγώς διοικητικές θέσεις εντός του ΥΠΕΠΘ, ή σε άλλα υπουργεία
4) Μισθολογική αναβάθμιση – Εκπαιδευτικό μισθολόγιο: Είναι ντροπή σε μια χώρα με τον δικό μας πολιτισμό ένας κλητήρας της εφορίας (και προς Θεού, τούτο μόνο προς ψόγο των κλητήρων δεν λέγεται, αλλ’ ως κλαδικό παράπονο...) να έχει μεγαλύτερες απολαβές, όχι από ένα δάσκαλο, ή καθηγητή, αλλά ενίοτε και από τον Διευθυντή εκπαίδευσης(!) του νομού. Μη πιάσουμε τώρα και τη σύγκριση μισθών των δασκάλων και καθηγητών με τους κλητήρες της ΔΕΗ, ή του ΟΤΕ και λοιπών ΔΕΚΟ (των εχόντων αμοιβές υψηλότερες από τους κλητήρες της εφορίας) γιατί, ως εκπαιδευτικοί, θα ψυχοπλακωθούμε....). Επείγει, συνεπώς, η λειτουργία ενός «Εκπαιδευτικού μισθολογίου». Στο αίτημα της ΟΛΜΕ για εισαγωγικό μηνιαίο μισθό στα 1.400 ευρώ, ακούμε από τη σημερινή κυβέρνηση (ΝΔ), ως απάντηση, ότι ακούγαμε και από την προηγούμενη (ΠΑΣΟΚ), και συγκεκριμένα το επιχείρημα ότι το αίτημα, λόγω της «οικονομικής κρίσης» είναι «εξωπραγματικό», «ανέφικτο», κλπ. (την ίδια ώρα, πάντως, για αποφοίτους, όχι πανεπιστημιακής, αλλά υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε άλλες υπηρεσίες – «ρετιρέ» του Δημοσίου, συνεχίζει νά’ ναι «εφικτή» και «ρεαλιστική» η καταβολή μηνιαίων αποδοχών στα 2.000 ευρώ και βάλε – παρά την «οικονομική κρίση» και τα τοιαύτα....).
5) Φροντιστήρια: Προσωπικά πιστεύω (και έχω την αίσθηση ότι η θέση αυτή, όχι απλώς απηχεί τη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά αποτελεί ήδη κοινωνική πραγματικότητα) ότι σε μια ανοικτή κοινωνία με ελεύθερη οικονομία σαν τη δική μας και τα ιδιωτικά φροντιστήρια μπορούν να διαδραματίσουν τον δικό τους θετικό ρόλο, όπως τα ιδιωτικά σχολεία, παρέχοντας, στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης σχέσης με τη συντεταγμένη (δημόσια και ιδιωτική) εκπαίδευση, συμπληρωματική παιδεία (ορθότερα: εκπαίδευση). Κατά τη γνώμη μου, «εχθρός» του δημόσιου σχολείου και του «κρατικού φροντιστηρίου» (όπως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ενισχυτική διδασκαλία) είναι ο κακός εαυτός τους, οι ενδογενείς λειτουργικές τους αδυναμίες - και όχι τα ιδιωτικά σχολεία, ούτε τα ιδιωτικά φροντιστήρια (τα οποία κάνουν, και μάλιστα πολύ καλά, τη δουλειά τους).
6) «Ιδιαίτερα»: Θα πρότεινα να νομιμοποιηθούν τα λεγόμενα «ιδιαίτερα» μαθήματα που κάνουν οι καθηγητές του δημοσίου, καθώς αποτελούν πλέον άτυπο θεσμό. Με τον τρόπο αυτό και η εκπορευόμενη από το κράτος υποκρισία θα λάβει ένα τέλος (γιατί να απαγορεύεται στον κατ’ εξοχήν καθηγητή, π.χ. στον φιλόλογο, να κάνει ιδιαίτερα, και την ίδια ώρα – αυτή η διάκριση δεν είναι αντισυνταγματική; - να επιτρέπεται στο εκπαιδευτικό - νομικό (ΠΕ 13) να δικηγορεί ελεύθερα, στον μουσικό (ΠΕ 16) να διδάσκει σε ιδιωτικά ωδεία ακωλύτως και στο γυμναστή (ΠΕ 11) να προπονεί χωρίς το παραμικρό πρόβλημα διάφορες ποδοσφαιρικές, ή άλλες ομάδες;), αλλά και οφελημένο θα βγεί το κράτος από το φόρο που θα καταβάλουν οι καθηγητές του δημοσίου παρέχοντας νομίμως, πλέον, ιδιωτικό έργο (όπως ακριβώς προβλέπεται για τους καθηγητές του ιδιωτικού τομέα που κάνουν «ιδιαίτερα»).
* Φυσικά, χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα και συνθετότερα για να μπεί στους ρυθμούς του 21ου αιώνα το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά ας ξεκινήσουμε απ’ τ’ απλά που είναι κι’ επείγοντα - κι’ έχει ο Θεός. Αν τα δύο μεγάλα κόμματα (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) συναινέσουν στην εφαρμογή των αναγκαίων και κοινής παραδοχής πολιτικών εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος (νομίζουμε ότι στα παραπάνω έξι σημεία – προτάσεις, που ενδεικτικά αναφέρθηκαν, συγκλίνουν οι πολιτικές τους), τότε μπορούμε να αισιοδοξήσουμε ότι το 2009 θά’ ναι για την εκπαίδευση μια καλύτερη χρονιά. Μακάρι.
* O Xάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ, συνεργάτης του Ρ/Σ της Ι. Μητρόπολης Λάρισας (96,3 FM) και καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο & Λύκειο Αρμενίου).
* * Το άρθρο δημοσιεύεται στην "Ελευθερία" της Κυριακής (11/01/2009, σελ. 10, http://theologylar.blogspot.com/2009/01/blog-post_10.html)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου