ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΠΘ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
ΜΕ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΔΗΛΩΣΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ!...
Ο ..."Γολγοθάς" των
Θρησκευτικών συνεχίζεται...*
Τι υποστηρίζουν κορυφαίοι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί για
την αναγκαιότητα υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος
Θρησκευτικών συνεχίζεται...*
Τι υποστηρίζουν κορυφαίοι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί για
την αναγκαιότητα υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος
Του Χάρη Ανδρεόπουλου*
xaan@theo.auth.gr
Εξ αφορμής διαμαρτυρίας - κατατεθείσης με τη μορφή της επερωτήσεως - του ευρωβουλευτή κ. Μαν. Μαυρομμάτη, για το ενδεχόμενο της «αφαίρεσης του μαθήματος των Θρησκευτικών από τη διδακτική ύλη στα Ευρωπαϊκά Σχολεία» (στα οποία φοιτούν τα παιδιά υπαλλήλων που υπηρετούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, κλπ), ο τίτλος του σχετικού άρθρου μας στην «Ελευθερία» (25/4/2008, σελ. 6) ήταν ενδεικτικός, όσο και σημειολογικός, καθώς συνέπεσε με τη Μεγ. Παρασκευή: «Ο …«Γολγοθάς» των Θρησκευτικών».
Εξ αφορμής διαμαρτυρίας - κατατεθείσης με τη μορφή της επερωτήσεως - του ευρωβουλευτή κ. Μαν. Μαυρομμάτη, για το ενδεχόμενο της «αφαίρεσης του μαθήματος των Θρησκευτικών από τη διδακτική ύλη στα Ευρωπαϊκά Σχολεία» (στα οποία φοιτούν τα παιδιά υπαλλήλων που υπηρετούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, κλπ), ο τίτλος του σχετικού άρθρου μας στην «Ελευθερία» (25/4/2008, σελ. 6) ήταν ενδεικτικός, όσο και σημειολογικός, καθώς συνέπεσε με τη Μεγ. Παρασκευή: «Ο …«Γολγοθάς» των Θρησκευτικών».
Ένα τρίμηνο μετά και δη μεσούντος του θέρους, οι εξελίξεις – και μάλιστα αυτή τη φορά εντός έδρας, δηλ. εν Ελλάδι – μαρτυρούν ότι εκείνος ο τίτλος υπήρξε και «προφητικός»….Με εγκύκλιο, λοιπόν, του υπ. Παιδείας (και Θρησκευμάτων – μη ξεχνιώματε…), ο οιοσδήποτε μαθητής (ημεδαπός, αλλοδαπός, αλλόθρησκος, ετερόδοξος, ή – και – ορθόδοξος!..) με μια απλή δήλωσή του (ή του γονέα σε περίπτωση που ο μαθητής είναι ανήλικος) απαλλάσσεται από το μάθημα των Θρησκευτικών - το οποίο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά, μετατρέπεται σε προαιρετικό!.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την εγκύκλιο που έστειλε τις προηγούμενες ημέρες το υπουργείο στα σχολεία και στις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, οι γονείς που επιθυμούν να μην παρακολουθούν τα παιδιά τους το μάθημα των Θρησκευτικών, ενώ με τη σχετική εγκύκλιο του 2005 – επί υπουργίας Μαρ. Γιαννάκου - θα έπρεπε να αναφέρουν σε υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκουν, τώρα, τρία χρόνια μετά, για την αιτούμενη απαλλαγή …απαλλάσσονται πάσης εξηγήσεως, αφού τώρα οι γονείς (ή οι μαθητές, αν είναι ενήλικοι) θα «μπορούν να δηλώνουν εγγράφως την επιθυμία τους για απαλλαγή από τα Θρησκευτικά χωρίς να υποχρεούνται σε καμία περαιτέρω εξήγηση ή διευκρίνιση».
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις αυτές ο «Συνήγορος του Πολίτη» επιχαίρει ιδιαίτερα για το γεγονός ότι θα μπορούν να απαλλάσσονται από το θρησκευτικό μάθημα ακόμη και ορθόδοξοι μαθητές, υποστηρίζοντας ότι «η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει και τη δυνατότητα αποχής ακόμη και ενός ορθόδοξου μαθητή, από τη σχολική θρησκευτική εκπαίδευση» και πως «η άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί να συνοδεύεται από αξίωση αποκάλυψης, έστω και αρνητικής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων». Μάλιστα, ο «Συνήγορος» επικαλείται και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έκρινε «αθέμιτη την αξίωση γνωστοποίησης πεποιθήσεων ως προϋπόθεση άσκησης δικαιώματος».
Είναι προφανές ότι οι υποστηρικτές της απαλλαγής των μαθητών απ’ τα Θρησκευτικά δεν τα θεωρούν μάθημα που προσφέρει γνώσεις, αλλά θρησκευτική κατήχηση, βιωματικού χαρακτήρα, όπως ακριβώς υποστήριζε, εν έτει 1998, και ο τότε υπ. Παιδείας κ. Π. Ευθυμίου «εξοστρακίζοντας» τα Θρησκευτικά από τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα για τους υποψηφίους των ΑΕΙ. Βεβαίως τα πράγματα ούτε ήταν (επί Ευθυμίου), ούτε είναι (επί Στυλιανίδη), όπως παρουσιάζονται, ότι δηλ. τα σημερινά Θρησκευτικά είναι «καθαρά ομολογιακά», «μονοφωνικά», έχουν «κατηχητικό προσανατολισμό», κ.τ.λ. Τα νέα βιβλία των Θρησκευτικών στο Γυμνάσιο έχουν αξιολογηθεί θετικά από τη συντριπτική πλειοψηφία του επιστημονικού κόσμου ότι εισάγουν τον μαθητή σ’ ένα δημιουργικό άνοιγμα στο πολυπολιτισμικό κόσμο, έχοντας φυσικά ως επίκεντρο διδασκαλίας τον Χριστιανισμό, την ιστορία και τη διδασκαλία του, τα μνημεία του πολιτισμού της ελληνορθόδοξης παράδοσης και της συνολικής Ορθοδοξίας. Χωρίς φυσικά να λείπουν και οι αναφορές στ’ άλλα θρησκεύματα. Και εδώ δεν θ’ αναφερθούμε μόνο στο βιβλίο της Β’ Λυκείου, που κάνει με σεβασμό αναφορά σ’ όλα τα θρησκεύματα, αλλά και στο νέο βιβλίο των Θρησκευτικών της ΣΤ’ Δημοτικού («Αναζητώντας την αλήθεια στη ζωή μας»), στο οποίο για πρώτη φορά περιέχεται θρησκειολογική ύλη.
Πρόκειται, όπως γράψαμε και σε άρθρο μας στην αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» (29/3/2007, σελ. 10), για ένα αξιολογότατο, καλογραμμένο βιβλίο με πλούσια διδακτική θρησκευτική ύλη, η οποία, έχει, βεβαίως, στο επίκεντρο την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία και πίστη, αλλά - για πρώτη φορά στα εκπαιδευτικά χρονικά της δημοτικής εκπαίδευσης - επεκτείνεται και στη παράθεση βασικών στοιχείων των άλλων χριστιανικών ομολογιών, δηλαδή του Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού, καθώς και των άλλων δύο μονοθεϊστικών θρησκειών, ήτοι του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Εχει, δηλαδή, το νέο βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού – για πρώτη φορά – διαχριστιανικό και, ευρύτερα, θρησκειολογικό περιεχόμενο. Δεν θεωρούνται, άραγε, όλα αυτά – η ιστορία, ο πολιτισμός, οι αξίες και τα πιστεύω του Χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών - αντικείμενα «γνωσιολογικής» ύλης τα οποία θα πρέπει να γίνουν κτήμα, όχι μόνο ορθοδόξων, αλλά απάντων των μαθητών;
Ας δούμε τι λέγουν, τι απαντούν επί του θέματος δύο κορυφαίοι Ελληνες διανοούμενοι, ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο παν/μιο Χρήστος Γιανναράς και ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο LSE (London School of Econimics) Nίκος Μουζέλης.
* Ο Χρήστος Γιανναράς, συστηματοποιώντας τις απόψεις του για την «εκκλησιαστική ορθοδοξία ως κεντρικού άξονα πολιτιστικής και κοινωνικής συνοχής των Ελλήνων», (βλ. «Ιχνηλασία νοήματος, Πολιτική, Κοινωνία και Παιδεία στην Ελλάδα σήμερα», εκδ. Λιβάνη, 1998), θεωρεί ότι το θρησκευτικό μάθημα δεν αντιβαίνει στο σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας των πολιτών από το κράτος. Όπως ακριβώς πρέπει να διδάσκεται στο σχολείο ο πολιτισμός και η μεταφυσική μήτρα που γέννησε τον Παρθενώνα και την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, παρόμοια, δεν μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα να αγνοεί ποια θεολογία γέννησε την Αγία Σοφία, την εικόνα, την ποίηση και τη λατρευτική δραματουργία της Ορθοδοξίας που προκαλεί παγκόσμιο ενδιαφέρον και στις μέρες μας. Η πολιτεία δεν απαιτεί σαφώς από τον μαθητή να αποδεχθεί βιωματικά τον μεταφυσικό άξονα των αρχαίων Ελλήνων ή την ορθόδοξη θεολογία. Θα του απαιτήσει όμως, επισημαίνει ο κ. Γιανναράς, τις επαρκείς γνώσεις για την κατανόηση των επιτευγμάτων και προτάσεων του πολιτισμού των Ελλήνων».
* Αν η παιδεία έχει σαν σκοπό την ανάπτυξη, όχι μόνο της διανοητικής και σωματικής, αλλά και της πνευματικής διαστάσεως του ανθρώπου, τα Θρησκευτικά, όταν διδάσκονται σωστά, οδηγούν σε παναθρώπινους προβληματισμούς που το μονοδιάστατο ρασιοναλιστικό – λογοκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα και το άκρατα υλικό καταναλωτικό κοινωνικό πλαίσιο τείνουν να εξαφανίσουν, γράφει σε άρθρο του («Βήμα», 16/10/1995) ο Νίκος Μουζέλης, και προσθέτει με λόγο μεστό και καθάριο: «Η ορθόδοξη πίστη και Εκκλησία αποτελούν μια βασική διάσταση της εθνικής μας ταυτότητας. Για αυτόν τον λόγο, ανεξάρτητα με το αν κανείς πιστεύει ή όχι, η γνώση των συστατικών στοιχείων της Ορθόδοξιας, της ιστορικής εξέλιξης της Εκκλησίας και του ρόλου που αυτή έπαιξε στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας και πολιτισμού αποτελεί βασική προϋπόθεση για να καταλάβουμε πως λειτουργούμε στο χώρο και στον χρόνο» για να καταλήξει με την άκρως λογική τοποθέτηση ότι: «Η ιδέα πως για τους Ελληνες που δεν πιστεύουν, το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να είναι προαιρετικό, είναι τόσο απαράδεκτη, όσο η αντίληψη πως οι μαθητές με αναρχικά πολιτικά φρονήματα, επειδή δεν πιστεύουν στην κρατική εξουσία, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να μελετήσουν τη συγκρότηση και την εξέλιξη του ελληνικού κράτους – έθνους».
- Kλείνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι οι επιδιώκοντες να «εκπαραθυρώσουν» το θρησκευτικό μάθημα παραβλέπουν την παιδαγωγική αξία του. Η σχολική θρησκευτική αγωγή, ναι μεν έχει εν μέρει βιωματικό, αλλά έχει κατά βάση και κυρίαρχα γνωσιολογικό χαρακτήρα, αφού αποβλέπει στην ενημέρωση των μαθητών για το θρησκευτικό φαινόμενο γενικότερα, και ειδικότερα στη κατανόηση της θρησκευτικής διάστασης των επιμέρους θεμάτων της ζωής, καθώς και για τις επιδράσεις του θρησκευτικού πιστεύω στα μνημεία του πολιτισμού. Η ένταξη του μαθήματος των Θρησκευτικών στο σχολικό πρόγραμμα είναι δικαιωμένη για λόγους καθαρά παιδαγωγικούς. Κι αυτό γιατί ο γνωσιολογικός χαρακτήρας του μαθήματος ικανοποιεί και τα τρία κριτήρια, που καθορίζουν την παιδαγωγική δικαίωση της διδασκαλίας ενός μαθήματος στο σχολείο. Συγκεκριμένα, εμπεριέχει ένα μοναδικό τρόπο σκέψης και αντίληψης, που είναι αξιόλογος ώστε ο μαθητής να κατανοεί το περιβάλλον του. Συμβάλλει στη διεύρυνση και εμβάθυνση της γνωστικής του προοπτικής κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο, που συνεισφέρει στη συνολική του ανάπτυξη ως προσώπου, και επίσης είναι δυνατόν να διδάσκεται με τρόπους που διασφαλίζουν τη κατανόησή του από το μαθητή και τον ενθαρρύνουν να συμμετέχει ενεργά και κριτικά στο μάθημα (Διδακτική των Θρησκευτικών, Βασιλόπουλος Χρ., εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νικη, 2002). Ασφαλώς, το σχολικό θρησκευτικό μάθημα για να χαρακτηρίζεται ως μορφωτικό αγαθό πρέπει να πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βαθμό και να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του σήμερα, όπως άλλωστε πρέπει να συμβαίνει και με τα άλλα μαθήματα. Τα τελευταία χρόνια το θρησκευτικό μάθημα έχει κάνει πολλές προόδους, έχει βελτιώσει πολύ το περιεχόμενό του, τις μεθόδους διδασκαλίας του (χρήση υπολογιστή, αξιοποίηση internet, κλπ), έχει έλθει - όπως και η επιστήμη της Θεολογίας - πολύ πιο κοντά στη κοινωνία και τις ανάγκες της. Υπάρχει - και πρέπει να παραμείνει χωρίς «εκπτώσεις» - στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου ως μορφωτικό αγαθό ιδιαίτερης παιδευτικής αξίας, που – ειδικά στους ταραγμένους καιρούς που βιώνουμε - το’ χουν ανάγκη, για τη ψυχική τους ωφέλεια, οι μαθητές μας, τα παιδιά μας.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ, καθηγητής Β/βάθμιας εκπ/σης (Γ/σιο – Λύκειο) Αρμενίου, Γεν. Γραμματέας της Ενωσης Θεολόγων ν. Λάρισας.
* Αρθρο στην "Ελευθερία" της Κυριακής (3/8/2008, σελ. 11)
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την εγκύκλιο που έστειλε τις προηγούμενες ημέρες το υπουργείο στα σχολεία και στις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, οι γονείς που επιθυμούν να μην παρακολουθούν τα παιδιά τους το μάθημα των Θρησκευτικών, ενώ με τη σχετική εγκύκλιο του 2005 – επί υπουργίας Μαρ. Γιαννάκου - θα έπρεπε να αναφέρουν σε υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκουν, τώρα, τρία χρόνια μετά, για την αιτούμενη απαλλαγή …απαλλάσσονται πάσης εξηγήσεως, αφού τώρα οι γονείς (ή οι μαθητές, αν είναι ενήλικοι) θα «μπορούν να δηλώνουν εγγράφως την επιθυμία τους για απαλλαγή από τα Θρησκευτικά χωρίς να υποχρεούνται σε καμία περαιτέρω εξήγηση ή διευκρίνιση».
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις αυτές ο «Συνήγορος του Πολίτη» επιχαίρει ιδιαίτερα για το γεγονός ότι θα μπορούν να απαλλάσσονται από το θρησκευτικό μάθημα ακόμη και ορθόδοξοι μαθητές, υποστηρίζοντας ότι «η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει και τη δυνατότητα αποχής ακόμη και ενός ορθόδοξου μαθητή, από τη σχολική θρησκευτική εκπαίδευση» και πως «η άσκηση του δικαιώματος απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί να συνοδεύεται από αξίωση αποκάλυψης, έστω και αρνητικής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων». Μάλιστα, ο «Συνήγορος» επικαλείται και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έκρινε «αθέμιτη την αξίωση γνωστοποίησης πεποιθήσεων ως προϋπόθεση άσκησης δικαιώματος».
Είναι προφανές ότι οι υποστηρικτές της απαλλαγής των μαθητών απ’ τα Θρησκευτικά δεν τα θεωρούν μάθημα που προσφέρει γνώσεις, αλλά θρησκευτική κατήχηση, βιωματικού χαρακτήρα, όπως ακριβώς υποστήριζε, εν έτει 1998, και ο τότε υπ. Παιδείας κ. Π. Ευθυμίου «εξοστρακίζοντας» τα Θρησκευτικά από τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα για τους υποψηφίους των ΑΕΙ. Βεβαίως τα πράγματα ούτε ήταν (επί Ευθυμίου), ούτε είναι (επί Στυλιανίδη), όπως παρουσιάζονται, ότι δηλ. τα σημερινά Θρησκευτικά είναι «καθαρά ομολογιακά», «μονοφωνικά», έχουν «κατηχητικό προσανατολισμό», κ.τ.λ. Τα νέα βιβλία των Θρησκευτικών στο Γυμνάσιο έχουν αξιολογηθεί θετικά από τη συντριπτική πλειοψηφία του επιστημονικού κόσμου ότι εισάγουν τον μαθητή σ’ ένα δημιουργικό άνοιγμα στο πολυπολιτισμικό κόσμο, έχοντας φυσικά ως επίκεντρο διδασκαλίας τον Χριστιανισμό, την ιστορία και τη διδασκαλία του, τα μνημεία του πολιτισμού της ελληνορθόδοξης παράδοσης και της συνολικής Ορθοδοξίας. Χωρίς φυσικά να λείπουν και οι αναφορές στ’ άλλα θρησκεύματα. Και εδώ δεν θ’ αναφερθούμε μόνο στο βιβλίο της Β’ Λυκείου, που κάνει με σεβασμό αναφορά σ’ όλα τα θρησκεύματα, αλλά και στο νέο βιβλίο των Θρησκευτικών της ΣΤ’ Δημοτικού («Αναζητώντας την αλήθεια στη ζωή μας»), στο οποίο για πρώτη φορά περιέχεται θρησκειολογική ύλη.
Πρόκειται, όπως γράψαμε και σε άρθρο μας στην αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» (29/3/2007, σελ. 10), για ένα αξιολογότατο, καλογραμμένο βιβλίο με πλούσια διδακτική θρησκευτική ύλη, η οποία, έχει, βεβαίως, στο επίκεντρο την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία και πίστη, αλλά - για πρώτη φορά στα εκπαιδευτικά χρονικά της δημοτικής εκπαίδευσης - επεκτείνεται και στη παράθεση βασικών στοιχείων των άλλων χριστιανικών ομολογιών, δηλαδή του Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού, καθώς και των άλλων δύο μονοθεϊστικών θρησκειών, ήτοι του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Εχει, δηλαδή, το νέο βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού – για πρώτη φορά – διαχριστιανικό και, ευρύτερα, θρησκειολογικό περιεχόμενο. Δεν θεωρούνται, άραγε, όλα αυτά – η ιστορία, ο πολιτισμός, οι αξίες και τα πιστεύω του Χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών - αντικείμενα «γνωσιολογικής» ύλης τα οποία θα πρέπει να γίνουν κτήμα, όχι μόνο ορθοδόξων, αλλά απάντων των μαθητών;
Ας δούμε τι λέγουν, τι απαντούν επί του θέματος δύο κορυφαίοι Ελληνες διανοούμενοι, ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο παν/μιο Χρήστος Γιανναράς και ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο LSE (London School of Econimics) Nίκος Μουζέλης.
* Ο Χρήστος Γιανναράς, συστηματοποιώντας τις απόψεις του για την «εκκλησιαστική ορθοδοξία ως κεντρικού άξονα πολιτιστικής και κοινωνικής συνοχής των Ελλήνων», (βλ. «Ιχνηλασία νοήματος, Πολιτική, Κοινωνία και Παιδεία στην Ελλάδα σήμερα», εκδ. Λιβάνη, 1998), θεωρεί ότι το θρησκευτικό μάθημα δεν αντιβαίνει στο σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας των πολιτών από το κράτος. Όπως ακριβώς πρέπει να διδάσκεται στο σχολείο ο πολιτισμός και η μεταφυσική μήτρα που γέννησε τον Παρθενώνα και την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, παρόμοια, δεν μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα να αγνοεί ποια θεολογία γέννησε την Αγία Σοφία, την εικόνα, την ποίηση και τη λατρευτική δραματουργία της Ορθοδοξίας που προκαλεί παγκόσμιο ενδιαφέρον και στις μέρες μας. Η πολιτεία δεν απαιτεί σαφώς από τον μαθητή να αποδεχθεί βιωματικά τον μεταφυσικό άξονα των αρχαίων Ελλήνων ή την ορθόδοξη θεολογία. Θα του απαιτήσει όμως, επισημαίνει ο κ. Γιανναράς, τις επαρκείς γνώσεις για την κατανόηση των επιτευγμάτων και προτάσεων του πολιτισμού των Ελλήνων».
* Αν η παιδεία έχει σαν σκοπό την ανάπτυξη, όχι μόνο της διανοητικής και σωματικής, αλλά και της πνευματικής διαστάσεως του ανθρώπου, τα Θρησκευτικά, όταν διδάσκονται σωστά, οδηγούν σε παναθρώπινους προβληματισμούς που το μονοδιάστατο ρασιοναλιστικό – λογοκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα και το άκρατα υλικό καταναλωτικό κοινωνικό πλαίσιο τείνουν να εξαφανίσουν, γράφει σε άρθρο του («Βήμα», 16/10/1995) ο Νίκος Μουζέλης, και προσθέτει με λόγο μεστό και καθάριο: «Η ορθόδοξη πίστη και Εκκλησία αποτελούν μια βασική διάσταση της εθνικής μας ταυτότητας. Για αυτόν τον λόγο, ανεξάρτητα με το αν κανείς πιστεύει ή όχι, η γνώση των συστατικών στοιχείων της Ορθόδοξιας, της ιστορικής εξέλιξης της Εκκλησίας και του ρόλου που αυτή έπαιξε στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας και πολιτισμού αποτελεί βασική προϋπόθεση για να καταλάβουμε πως λειτουργούμε στο χώρο και στον χρόνο» για να καταλήξει με την άκρως λογική τοποθέτηση ότι: «Η ιδέα πως για τους Ελληνες που δεν πιστεύουν, το μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει να είναι προαιρετικό, είναι τόσο απαράδεκτη, όσο η αντίληψη πως οι μαθητές με αναρχικά πολιτικά φρονήματα, επειδή δεν πιστεύουν στην κρατική εξουσία, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να μελετήσουν τη συγκρότηση και την εξέλιξη του ελληνικού κράτους – έθνους».
- Kλείνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι οι επιδιώκοντες να «εκπαραθυρώσουν» το θρησκευτικό μάθημα παραβλέπουν την παιδαγωγική αξία του. Η σχολική θρησκευτική αγωγή, ναι μεν έχει εν μέρει βιωματικό, αλλά έχει κατά βάση και κυρίαρχα γνωσιολογικό χαρακτήρα, αφού αποβλέπει στην ενημέρωση των μαθητών για το θρησκευτικό φαινόμενο γενικότερα, και ειδικότερα στη κατανόηση της θρησκευτικής διάστασης των επιμέρους θεμάτων της ζωής, καθώς και για τις επιδράσεις του θρησκευτικού πιστεύω στα μνημεία του πολιτισμού. Η ένταξη του μαθήματος των Θρησκευτικών στο σχολικό πρόγραμμα είναι δικαιωμένη για λόγους καθαρά παιδαγωγικούς. Κι αυτό γιατί ο γνωσιολογικός χαρακτήρας του μαθήματος ικανοποιεί και τα τρία κριτήρια, που καθορίζουν την παιδαγωγική δικαίωση της διδασκαλίας ενός μαθήματος στο σχολείο. Συγκεκριμένα, εμπεριέχει ένα μοναδικό τρόπο σκέψης και αντίληψης, που είναι αξιόλογος ώστε ο μαθητής να κατανοεί το περιβάλλον του. Συμβάλλει στη διεύρυνση και εμβάθυνση της γνωστικής του προοπτικής κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο, που συνεισφέρει στη συνολική του ανάπτυξη ως προσώπου, και επίσης είναι δυνατόν να διδάσκεται με τρόπους που διασφαλίζουν τη κατανόησή του από το μαθητή και τον ενθαρρύνουν να συμμετέχει ενεργά και κριτικά στο μάθημα (Διδακτική των Θρησκευτικών, Βασιλόπουλος Χρ., εκδ. Κυριακίδη, Θεσ/νικη, 2002). Ασφαλώς, το σχολικό θρησκευτικό μάθημα για να χαρακτηρίζεται ως μορφωτικό αγαθό πρέπει να πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βαθμό και να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του σήμερα, όπως άλλωστε πρέπει να συμβαίνει και με τα άλλα μαθήματα. Τα τελευταία χρόνια το θρησκευτικό μάθημα έχει κάνει πολλές προόδους, έχει βελτιώσει πολύ το περιεχόμενό του, τις μεθόδους διδασκαλίας του (χρήση υπολογιστή, αξιοποίηση internet, κλπ), έχει έλθει - όπως και η επιστήμη της Θεολογίας - πολύ πιο κοντά στη κοινωνία και τις ανάγκες της. Υπάρχει - και πρέπει να παραμείνει χωρίς «εκπτώσεις» - στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου ως μορφωτικό αγαθό ιδιαίτερης παιδευτικής αξίας, που – ειδικά στους ταραγμένους καιρούς που βιώνουμε - το’ χουν ανάγκη, για τη ψυχική τους ωφέλεια, οι μαθητές μας, τα παιδιά μας.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ, καθηγητής Β/βάθμιας εκπ/σης (Γ/σιο – Λύκειο) Αρμενίου, Γεν. Γραμματέας της Ενωσης Θεολόγων ν. Λάρισας.
* Αρθρο στην "Ελευθερία" της Κυριακής (3/8/2008, σελ. 11)
1 σχόλιο:
Κύριε Ανδρεόπουλε,
Να σας συγχαρώ για τις προσπάθειες ανάδειξης του πραγματικού προσώπου του Ελληνορθοδοξου πνεύματος μέσω αυτού του καλαίσθητου blog.
Σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση. Το υπουργείο Παιδείας, προχειρα και χωρίς σκέψη έκανε αυτή την κίνηση. Εγώ ως Ευρωπαίος πολίτης διερωτώμαι. Γιατί δεν μπορεί και στην Ελλάδα να εφαρμοστεί παράλληλα με αυτή την προαιρετική απαλλαγή από το μάθημα , η υποχρεωτική παρακολούθηση ενός μαθήματος ηθικής το οποίο στα πρότυπα της Ε.Ε. θα διδάσκεται από θεολόγους. Έτσι, η κουτοπόνηρη σκέψη ορισμένων να ξεφορτωθούν ένα ακόμη μάθημα ή να μην πάνε στον εκκλησιασμό, θα εκλείψει. Πιστεύω πως εκεί πρέπει να εστιαστεί το ζήτημα, στο βαθμό που απασχολεί τόσο εσάς τους θεολόγους όσο και την Εκκλησία (όσοι είναι ακόμη ενεργοί)
Δημοσίευση σχολίου