Οι θεολογικές προϋποθέσεις που ορίζει
ως βάσεις διαλόγου η Ορθόδοξη Εκκλησία *
Του Χάρη Ανδρεόπουλου*
xaan@theo.auth.gr
H συμμετοχή της Ορθοδοξίας στον οικουμενικό διάλογο δεν αποτελεί ιστορική ή άλλης φύσεως αναγκαιότητα, αλλά, συνέπεια των βασικών πτυχών της χριστιανικής θεολογίας. Η οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας, τονίζει μετ’ εμφάσεως ο γνωστός καινοδιαθηκολόγος καθηγητής του ΑΠΘ Πέτρος Βασιλειάδης («Ορθόδοξη θεολογία και οικουμενικός διάλογος», εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 2005, σελ. 196), απορρέει από τη ρητή εντολή και απαράβατη επιταγή «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωαν. 17:21) καθώς και από την ακράδαντη πεποίθησή της ότι υπέρτατος στόχος της Θείας Οικονομίας είναι η ενότητα των πάντων (κατά το παύλειο «ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσι», Α’ Κορ. 15:28) και η εν Χριστώ ανακεφαλαίωση σύνολης της κτιστής δημιουργίας. Για το όραμα αυτό, άλλωστε, «της των πάντων ενώσεως» αιώνες τώρα ακατάπαυστα δέεται εν συνάξει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και ενώ συνεχίζει να προσεύχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία για το σκοπό αυτό, ταυτόχρονα επιχειρεί τη προσέγγιση και συζήτηση με τους ετεροδόξους στα πλαίσια των ποικίλων και πολυμερών διαλόγων, όχι μόνο επειδή αυτό είναι το επιτακτικό της καθήκον κατά το θέλημα του Κυρίου, αλλά διότι σήμερα το επιβάλλουν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο σύγχρονος κόσμος, όπως επισημαίνεται και στην διδακτική ενότητα (Δ.Ε.) 35 του νέου βιβλίου Θρησκευτικών της Γ’ Γυμνασίου (ΟΕΔΒ, 2006) και στο υπό τον τίτλο «Το όραμα και οι προσπάθειες για την ενότητα των χριστιανών» σχετικό κεφάλαιο (σελ. 141 – 144).
Με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (Ρ/Κ) ο επίσημος θεολογικός διάλογος, μετά από πολυετή διακοπή, ξαναξεκίνησε πέρυσι (2007), με θέμα συζήτησης το «Πρωτείο εν τη Εκκλησία», αλλά, δυστυχώς, όχι μόνο δεν σημειώθηκε «πρόοδος μεταξύ Φαναρίου και Βατικανού», όπως αναφέρονταν σε σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου (Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2007), μ’ αφορμή τη συνάντηση αντιπροσωπειών της Ρ/Κ και της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ραβέννα, αλλά οπισθοδρόμηση! Αυτό που πρέπει να ξεκαθαρισθεί περί της αναφερομένης σε δημοσιεύματα τινά «συμφωνίας» είναι ότι ουσιαστικά πρόκειται για απλή επαναβεβαίωση απόψεων, η οποία, βεβαίως, αφορά, όχι στο πρωτείο εξουσίας που διεκδικεί δι’ εαυτήν η Ρ/Κ Εκκλησία, αλλά στο πρωτείο τιμής, που όντως αναγνωρίσθηκε στον επίσκοπο Ρώμης από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, εξ αιτίας της πολιτικής σημασίας της πόλεως, αλλά δεν παρείχε καμμιά διοικητική ή άλλη εξουσία.
To «πρωτείο» προβάλλεται από τον Πάπα ως υπέρτατη διοικητική εξουσία σ’
ολόκληρη την χριστιανική Εκκλησία. Την εξουσία αυτή προσπάθησε να θεμελιώσει η Ρ/Κ Εκκλησία πάνω σε μια πλαστή θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο Απόστολος Πέτρος ήταν η κεφαλή των Αποστόλων και, βάσει της θεωρίας αυτής, το προνόμιο αυτό μετέδωσε στον επίσκοπο της Ρώμης, στην οποία υπήρξε πρώτος επίσκοπος. Ετσι, λένε οι Ρωμαιοκαθολικοί, η Εκκλησία πρέπει να αναγνωρίζει τον Πάπα ως κεφαλή της και τοποτηρητή του Χριστού στη γή.
Οι απόψεις αυτές των Ρωμαιοκαθολικών είναι βιβλικά και ιστορικά αστήρικτες. Στο χωρίο Εφεσ. 5, 23 σημειώνεται απερίφραστα ότι «ο Χριστός έστι η κεφαλή της εκκλησίας», στην οποία παραμένει αυτός κατά τη διαβεβαίωσή του «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αλλά και από την Καινή Διαθήκη δεν προκύπτει ότι ο Απόστολος Πέτρος ήταν κεφαλή των Αποστόλων με την έννοια της διοικητικής εξουσίας. Βέβαια οι Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθούν να θεμελιώσουν την εξουσία αυτή στο Ματθ. 16, 18 («Σύ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»), το οποίο ερμηνεύουν έτσι ώστε χωρίς τον Πάπα, διάδοχο του Απ. Πέτρου, να μην μπορεί να νοηθεί η ύπαρξη της Εκκλησίας.
Εδώ όμως οι Λατίνοι παραβλέπουν σκόπιμα τη σωστή ερμηνεία των χωρίου από τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στηρίζουν τη σωστή αυτή ερμηνεία στο χωρίο Α’ Κορ. 3, 11 – 12: «Θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος έστι Ιησούς Χριστός». Κατά την Καινή Διαθήκη όλοι οι Απόστολοι είχαν τα ίδια προνόμια απ’ το Χριστό, ο οποίος απέκρουσε κάθε φιλόδοξη επιθυμία για υπεροχή ορισμένων μόνο Αποστόλων (των παιδιών του Ζεβεδαίου Ιακώβου και Ιωάννη. Βλ. σχετ. Ματθ. 20, 25 – 26 και 23, 8 – 11, Μαρκ. 10, 35 – 45). Στέλνοντας ο Χριστός τους μαθητές για κήρυγμα δεν όρισε κανένα για αρχηγό τους και μετά την ανάσταση έδωσε σε όλους ίδια δικαιώματα. Οπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων και οι άλλες Επιστολές, ο Πέτρος δεν είχε λάβει από τον Κύριο καμμιά υπεροχή έναντι των άλλων Αποστόλων. Αλλά και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ουδέποτε το προνόμιο αυτό θα μεταβιβαζόταν στον επίσκοπό Ρώμης ως διάδοχου του Πέτρου, απλούστατα γιατί ο Πέτρος μαρτύρησε μεν στη Ρώμη, ποτέ όμως δεν χρημάτισε πρώτος επίσκοπός της, καθώς οι Απόστολοι ήταν καθολικοί επίσκοποι της Εκκλησίας και όχι μιας επιμέρους τοπικής Εκκλησίας (βλ. Θεοδώρου Ανδ., «Απαντήσεις σε ερωτήματα ιστορικοδογματικά», εκδ. Αποστολικής Διακονίας,1999). Και βέβαια είχε πρεσβεία ο Ρώμης στην αρχαία Εκκλησία, αυτά, όμως, δεν ήταν πρεσβεία εξουσίας και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, αλλά απλά πρεσβεία τιμής, επειδή ήταν επίσκοπος της Ρώμης, της λαμπρής και δοξασμένης πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της μητέρας των αγίων και των μαρτύρων. Εννοείται ότι μετά το σχίσμα του 1054 έπαυσε να ισχύει αυτή η αναγνώριση του πρωτείου τιμής στον επίσκοπο (της μέχρι τότε αδιαιρέτου, αρχαίας Εκκλησίας) της Ρώμης και ως έχων τα πρεσβεία τιμής θεωρείται έκτοτε ο επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας.
* Δυστυχώς, η Ρ/Κ Εκκλησία μέχρι σήμερα επιμένει στις πλάνες της περί «πρωτείου» θέλοντας να επιβάλλει τις φίλαρχες αξιώσεις της στην Ανατολική, τη δική μας Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην «Οδηγία» που εξέδωσε το «Συμβούλιο για το Δόγμα της Πίστεως» της Ρ/Κ Εκκλησίας τον περασμένο Ιούλιο καταγράφεται ο ισχυρισμός ότι μόνον η Ρ/Κ Εκκλησία εξασφαλίζει σωτηρία των πιστών, διότι είναι εκείνη που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός. Η «κοινωνία των επισκόπων μετά του διαδόχου του Πέτρου» (που κατ’ αυτούς είναι ο Πάπας) καθορίζεται ως η ουσιαστική προϋπόθεση με την οποία οριοθετούνται και όλες οι εκκλησιαστικές δομές και περιγράφονται οι εσωτερικές αρχές και οι όροι, δι’ έκαστην «ιδιαιτέραν» Εκκλησία, αλλά δι’ αυτήν την «καθολική Εκκλησία». Η μη επίτευξη της κοινωνίας αυτής αποτελεί, κατά την ως άνω «Οδηγία», το εμπόδιο για την μη φανέρωση μέσα στην ιστορία εκάστης «Εκκλησίας» ως Εκκλησίας. Και η «Οδηγία» καταλήγει στη διαπίστωση ότι «η μόνη αληθινή Εκκλησία, η οποία διατηρεί τα γνήσια στοιχεία, τα οποία καθώρισεν ο Χριστός δια την Εκκλησίαν, είναι η «Καθολική Εκκλησία», αυτή είναι η πραγματική και ορατή Εκκλησία εντός της ιστορίας, η οποία ιδρύθηκε υπό του Χριστού επί της γης». Σύμφωνα με την ίδια «Οδηγία»: Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μεν «αυθεντική Εκκλησία», διατηρεί χάρη στην Αποστολική διαδοχή πραγματικά μυστήρια και επομένως δικαιούται να λέγεται ιδιόρρυθμη και τοπική, είναι «αδελφή Εκκλησία» με την Καθολική, αλλά παρουσιάζει ένα «μειονέκτημα», μία σημαντική «ατέλεια» και η «ατέλεια» αυτή, συνίσταται εις το ότι η Ορθόδοξη δεν αναγνωρίζει το «πρωτείο της Ρώμης», δηλαδή δε αναγνωρίζει τον Πάπα ως «ορατή κεφαλή» της Εκκλησίας, ως «τοποτηρητή του Χριστού στη Γη» («Καθολική», τ. 3078/24-7-07, σελ.3).
Ιδιαίτερα δυσάρεστη εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι η Ρ/Κ Εκκλησία επανέλαβε (Ιούλιος 2007) τις παραπάνω αιρετικές δοξασίες της, δύο μήνες πριν την προγραμματισμένη (για τον Οκτώβριο του 2007) συνεδρίαση στη Ραβέννα της Ιταλίας της μικτής Επιτροπής εκπροσώπων της Ρ/Κ και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που είχε σαν θέμα το επίμαχο πρωτείο. Δηλαδή η Ρ/Κ Εκκλησία έσπευσε να προκαταλάβει τα συμπεράσματα της επιτροπής, υπονομεύοντας σοβαρά τον ίδιο τον διάλογο. Ετσι στη συνεδρίαση της Ραβέννας, όχι μόνο δεν υπήρξε συμφωνία για το πρωτείο του Πάπα (πως θα μπορούσε άλλωστε, τη στιγμή που η περί πρωτείου αντίληψη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ορθόδοξη εκκλησιολογία;), αλλά διαπιστώθηκε ότι ούτως εχόντων των πραγμάτων ο δρόμος για την ενότητα είναι ακόμη μακρύς. Πολύ μακρύς.
* Αξίζει να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο του διαχριστιανικού διαλόγου η Ορθόδοξη Εκκλησία, δια του συντονιστικού αυτής κέντρου, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξαίροντας το οικουμενικό κύρος του Συμβόλου της Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, έχει δηλώσει ευθύς εξ αρχής και χωρίς περιστροφές ότι «πάσα ένωσις δέον να στηρίζηται επί της κοινής πίστεως και ομολογίας της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των οκτώ πρώτων αιώνων». (Σταυρίδη Βασ. «Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως», Θεσ/νίκη, 1984, σελ. 349) και μόνο επί αυτής της βάσεως συζητά και προσεύχεται για την ενότητα της διαιρεμένης χριστιανοσύνης. Που σημαίνει ότι δεν νοούνται ορθόδοξες υποχωρήσεις στ’ όνομα του διαλόγου, αλλά αγώνας και μόνο για την επάνοδο των πεπλανημένων ετερόδοξων αδελφών μας στο χώρο της μιάς και μοναδικής, εν Χριστώ, αληθείας, όπως την εξέφρασαν με τα δόγματα και τους κανόνες οι Οικουμενικές Σύνοδοι της αδιαίρετης αρχαίας μας Εκκλησίας. Αν συμφωνήσουμε σ’ αυτή την αρχή και το πλαίσιο διαλόγου, η επίλυση όλων των επιμέρους διαφορών θά’ ναι απλώς θέμα χρόνου.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ και καθηγητής Β/βάθμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο – Λύκειο Αρμενίου και Γυμνάσιο Καλαμακίου). Εκτεταμένη θεολογική ανάλυση του θέματος δημοσιεύεται στο περιοδικό των καθηγητών «Εκπαιδευτική Κιβωτός», τ. 3 (Μαϊος, 2008), σελ. 78 – 80.
* ΑΡΘΡΟ δημοσιευθέν στην "Ελευθερία" (17 Μαϊου 2008, σελ. 18).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου