Σκέψεις με αφορμή «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας», βιβλίο που έγραψε ο Ανδρέας Αργυρόπουλος
Του Αλέξανδρου Σταθακιού,
Θεολόγου - κοινωνιολόγου
Πριν λίγες μέρες η Εκκλησία και η Εκπαίδευση γιόρτασαν για μία ακόμα φορά την γιορτή των «Τριών Ιεραρχών» (Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Είναι μια γιορτή που για τους μαθητές σημαίνει χάσιμο μαθημάτων, για πολλούς καθηγητές θρησκευτικών αντιγραφή «πανηγυρικών», οι περισσότεροι των οποίων γράφτηκαν σε μετεμφυλιακές εποχές, όταν η εκκλησία και πολύ περισσότερο η «χριστιανική» ιδεολογία των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων χρησιμοποιήθηκαν ως αντίβαρο στην αυξημένη πίεση του λαού και ιδιαίτερα της νέας γενιάς (βλέπε 114) για βαθιές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές στη χώρα μας. Είναι μια γιορτή επίσης, που για τους υπέρμαχους του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους σημαίνει ευκαιρία πολεμικής «απέναντι σε ένα σχολείο που είναι κολλημένο στο παρελθόν», ενώ για τους απέναντι σε αυτή την άχαρη διελκυστίνδα είναι σημείο υπεροχής του γηγενούς πολιτισμού, που είναι στόχος «σκοτεινών κέντρων του εξωτερικού».
Οι καταστάσεις αυτές είναι σίγουρο ότι θα απογοήτευαν τους ίδιους τους τρεις Πατέρες της Εκκλησίας. (Και μόνο η μετατόπιση από τον γεμάτο συναισθηματική αξία και σχεσιακή δυναμική τίτλο του «Πατέρα» στον εξωτερικό τίτλο του «Ιεράρχη» -κατά το «Στρατάρχης» ενδεχομένως- έχει το νόημά της).
Στον Βασίλειο θα έδιναν ευκαιρία για λεπτή ειρωνεία και στοχαστική παρατήρηση των κοινωνικών ηθών.
Στον ευαίσθητο ποιητή Γρηγόριο τον Θεολόγο, θα έδιναν την ευκαιρία να θεολογήσει «αποφατικώς»: Να επισημάνει δηλαδή το πόσο απέχει η περιγραφή της σχέσης από την ίδια τη σχέση.. ( Και πολύ περισσότερο όταν αφορά τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό) . Στο δε Χρυσόστομο, θα έδιναν την ευκαιρία για «πύρινους» λόγους ενάντια στην υποκρισία πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγεσιών.
Είναι αλήθεια, ότι η εορτή η ίδια επιβλήθηκε από τα πάνω στο εκκλησιαστικό σώμα ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών στο ύστερο Βυζάντιο (βλέπε: Τσαούσης Δ. , «Πολιτικές διαστάσεις της εορτής των Τριών Ιεραρχών», περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ 67/1982).
Αν και βέβαια βρήκαν καθιερωμένη τη γιορτή εντός του εκκλησιαστικού σώματος κατά την ανάδυση του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου, οι τότε πολιτικοί ηγέτες την είδαν πάλι σαν μια ευκαιρία, ξεκινώντας από τη νέα γενιά, για να προβάλλουν το Ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα και έτσι καθιερώθηκε σαν σχολική εορτή.
Βέβαια, ενώ το Ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα εξυπηρέτησε πολλές ανάγκες της νέας χώρας και της κοινωνίας που ζούσε μέσα σε αυτή μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα (και βέβαια βρήκε κοινωνικές και πολιτισμικές βάσεις να «πατήσει»), όταν, περίπου με την μικρασιατική καταστροφή, άρχισε να μεταβάλλεται το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο, αυτό συνέχισε ως συντηρητικό εργαλείο μέχρι και της γελιοποίησης του στον καιρό της Δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι η περίφημη Ελληνοχριστιανική σύνθεση, με τον τρόπο που την ευαγγελίζονται πολλοί πανηγυρικοί που έχουμε ακούσει τουλάχιστον ως μαθητές, υπήρξε μόνο ως ιδεολογία του προπροηγούμενου αιώνα.
Αυτό που υπήρξε ήταν μια ανοιχτή (ακόμα και σήμερα) διαλεκτική συνάντηση του ρωμαλέου Ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού με την Χριστιανική Οικουμενικότητα.
Αυτό δηλαδή που υπήρξε αφ’ ενός ήταν ένας ανοιχτών οριζόντων Ελληνορωμαϊκός Πολιτισμός που μπόρεσε, να βρει σημεία διαλόγου και να συμπορευτεί εν τέλει με το αρχικά πολύ μακρινό του Ιουδαιοχριστιανικό πνεύμα, όπως μπορεί και σήμερα να συμπορευτεί με άλλες Παραδόσεις που εισβάλουν εντός του. Αφ’ ετέρου ήταν μια φιλάνθρωπη και ουσιαστική Εκκλησιαστική νοοτροπία και συμπεριφορά, που, παρ’ όλες τις εξαιρέσεις, μπόρεσε τελικά να παρουσιάσει το γεγονός της Παρουσίας του Χριστού εντός των ανθρώπων με άλλο πολιτιστικό κέλυφος.
Αυτός ο διάλογος βέβαια δεν σταμάτησε , συνεχίζει ακόμα και σήμερα, είναι η Ορθοδοξία. Αλίμονο, αν σταματήσει, αν παγιωθεί σε μια στάση του στο παρελθόν, θα είναι για τα μουσεία και τότε οι «πανηγυρικοί της ημέρας» δεν θα έχουν να πουν σε κανένα τίποτα.
Θα μου πείτε ποιο το νόημα όλων αυτών σε μια βιβλιοκριτική για «το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών»;
Μα γιατί όλη αυτή επιμονή στο γεγονός ότι η παρουσία αυτών των τριών προσωπικοτήτων διευκόλυνε τον διάλογο ανάμεσα στον Έλληνα λόγο και το Χριστιανικό Ευαγγέλιο, τους αδικεί ως προσωπικότητες. Πόσοι, ας πούμε, αναφέρονται σε έναν λόγο που εκφωνείτε ενώπιον μαθητών και δασκάλων στο πως ο Βασίλειος προσεγγίζει την δημιουργία Κόσμου και Ανθρώπου; Στην «Ομιλίαν» του «εις την Εξαήμερον» και αλλού; Πόσοι λένε ότι αν είχαν κατανοηθεί ουσιαστικά οι απόψεις δεν θα είχε γραφτεί από Χριστιανικής πλευράς ούτε ένα "ιώτα" εναντίον του Δαρβίνου και της θεωρίας "της Εξέλιξης των Ειδών", αφού όλο το Σύμπαν για τον Βασίλειο προέρχεται από έναν “σπόρο”. Τα άστρα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, είμαστε βλαστοί που φύτρωσαν από τον ίδιο Αρχικό Σπόρο. Ο άνθρωπος δηλαδή προήλθε ως δυνατότητα της ίδιας της φύσης, την οποία, όσοι πιστεύουν, μπορούν να δεχτούν ότι την προίκισε ο Θεός με αυτή την δυνατότητα.
Οι άνθρωποι αυτοί βέβαια ζούσαν έντονα την εποχή τους και τις δυνατότητές της. Επίσης δεν έγραφαν συνήθως επιστημονικά συγγράμματα, αλλά ομιλίες οι οποίες τις περισσότερες φορές είχαν ως αφορμή ένα γεγονός, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν άμεσα και πρακτικά ως υπεύθυνοι μιας κοινότητας, της εκκλησιαστικής.
Έτσι ουδόλως δεν χάνουν ως προσωπικότητες, αν παραδεχτούμε ότι σε κάποιες διατυπωμένες απόψεις τους, κοινωνικές, παιδαγωγικές, ψυχολογικές κάνουν λάθος, ή και δεν φαίνεται να μας βοηθούν σήμερα.
Για παράδειγμα, ορισμένες προτάσεις του Ιωάννη του Χρυσόστομου για την ερωτική σχέση ανδρών και γυναικών, ενδέχεται να δημιουργούσαν μεγαλύτερο πρόβλημα στους σημερινούς νέους, από αυτό που θα προσπαθούσαμε να επιλύσουμε με την χρήση τους. Άσε, που ο Ιωάννης σε άλλους λόγους μιλώντας με άλλη αφορμή και άλλο στόχο, μπορεί να μην τα έλεγε έτσι ακριβώς.
Και αυτή μας η συμπεριφορά δεν θα είναι μακριά από όσα και οι ίδιοι ουσιαστικά πίστευαν. Ο Βασίλειος, για παράδειγμα, τελειώνοντας τους Κανόνες του γράφει περίπου ότι όλους αυτούς τους έθεσε για την «σωτηρία των ανθρώπων», δηλαδή, αποκωδικοποιώντας την εκκλησιαστική γλώσσα, για την ειρήνευση των ανθρώπων με τον εαυτό τους, τους άλλους και τον Θεό. Και προτρέπει τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς, αν διαπιστώσουν ότι ακόμα και οι δικοί του κανόνες σε κάποια περίπτωση δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, τότε να μην τους εφαρμόσουν!
Μετά από όλες αυτές τις εξηγήσεις, νομίζω ότι μπορεί να αναδειχθεί η σημασία του βιβλίου που θέλω να σας παρουσιάσω: «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας», του Ανδρέα Αργυρόπουλου Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Ο κ. Αργυρόπουλος, εν προκειμένω, μας εισάγει στον Κοινωνικό Ριζοσπαστισμό και των τριών που είναι μάλλον το κύριο συνδετικό στοιχείο τους, εκτός βέβαια από την ιδιότητά τους ως εκκλησιαστικών ηγετών.
Γράφει: «Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν.»
Για τον αγώνα και των τριών για Κοινωνική Δικαιοσύνη έχουν μιλήσει και γράψει πολλοί, αλλά λίγες φορές σε ένα μεστό και εκλαϊκευτικό κείμενο, παρουσιάζεται αυτός τόσο καθαρά σε σχέση με προβλήματα που υπάρχουν και σήμερα και τα ζούμε δίπλα μας.
Αναφερόμενος στον Χρυσόστομο σημειώνει: «Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ' την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.» Αυτή σημείωση έχει μεγάλη σημασία για τους μαθητές του –κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου- και τους γονείς τους. Είναι νησιά που δέχονται τους κοινωνικούς λεπρούς, τους λεγόμενους «λαθρομετανάστες», την ζωή των οποίων και σήμερα οι περισσότεροι συνεχίζουμε να μετράμε με βάση το αν κάνει ζημιά στο τουριστικό μας προϊόν.
Και συνεχίζει «Οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο.»
Αλήθεια εμείς δεν είμαστε που αντιδράμε στην επέκταση των Κέντρων Φιλοξενίας Προσφύγων, εμείς δεν είμαστε, ακόμα και κληρικοί, που αισθανόμαστε άσχημα από την παρουσία των μελαψών στο κέντρο των πόλεων;
Η θεσμική εκκλησία, συχνά πιστεύει ότι έχει λόγο για θέματα παιδείας, οικογενειακού δικαίου κ.λ.π. και παρεμβαίνει, αλλά για την υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων σπάνια έχει παρέμβει δημόσια. Ο Βασίλειος ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αργυρόπουλος , « με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.»
Στην συνέχεια καταδεικνύει ότι η δράση του Βασιλείου και του Χρυσόστομου, δεν ήταν περιφερειακό γεγονός, δεν ήταν «φιλανθρωπία», του στυλ που έχουμε γνωρίσει από σημερινούς κεφαλαιούχους, αλλά οργανωμένη κοινωνική παρέμβαση: «Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.»
Και δεν θα μπορούσε να κάτι άλλο από κοινωνική παρέμβαση, γιατί όλη η πρακτική τους έχει θεωρητικό υπόβαθρο. Το καταδεικνύει ο συγγραφέας:
«Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο ...; Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β).
Το βιβλίο επίσης αναφέρεται και στην εκπαιδευτική οπτική και των τριών, η οποία σύμφωνα με τον συγγραφέα στοχεύει, αντίθετα με ότι πιστεύουν οι πολλοί στην απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα δεσμά και στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, ακόμα και αν αυτό αμφισβητήσει την ίδια την Εκκλησία και όχι να δημιουργήσει ακόλουθους της, που την ακολουθούν γιατί δεν μπορούν να την αμφισβητήσουν.
Αυτό εξάλλου μπορεί να συναχθεί από την θέση των περισσοτέρων Πατέρων της εποχής τους, ότι η πίστη έχει τρεις μορφές:
Αυτή «του δούλου» που πιστεύει επειδή φοβάται, του «μισθωτού», που πιστεύει επειδή περιμένει προσωπικά ανταλλάγματα και του «Ελεύθερου» που πιστεύει επειδή αγαπά, όχι μόνο τον Θεό, αλλά και την Οικουμένη ολόκληρη και η πίστη του δίνει νόημα στη σχέση που κάνει μαζί της.
Η ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησιαστική Κοινότητα και η Παιδεία εντός της, κύριο στόχο έχει να τον βοηθήσει να περάσει από τις 2 πρώτες μορφές στην τελευταία.
Συνεπώς, μετά από όλα αυτά, θεωρώ ότι αν μπορούσε να δοθεί ένας υπότιτλος σε αυτό το βιβλίο θα ήταν το ρητό του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού που περιέχεται μέσα σε αυτό: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Και μετά από όλα αυτά τι γίνεται με τη γιορτή;
Να καταργηθεί;
Κοιτάξτε, αν τη θέλουμε μια γιορτή που να επιβάλλει από τα πάνω την Ελληνικότητα και την Χριστιανικότητα, νομίζω ότι θα δυσκολευτεί στον κόσμο που έρχεται.
Αν τη θέλουμε μια γιορτή, που η ευκαιρία της ύπαρξης κάποιων τριών «παλαβών» από αγάπη για τον άνθρωπο, ακόμα και με τα μέτρα τα σημερινά, μας κάνει θυμόμαστε πόσο μακρινή είναι η ιστορία του ανθρωπισμού, τότε μάλλον θα επιζήσει.
Του Αλέξανδρου Σταθακιού,
Θεολόγου - κοινωνιολόγου
Πριν λίγες μέρες η Εκκλησία και η Εκπαίδευση γιόρτασαν για μία ακόμα φορά την γιορτή των «Τριών Ιεραρχών» (Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Είναι μια γιορτή που για τους μαθητές σημαίνει χάσιμο μαθημάτων, για πολλούς καθηγητές θρησκευτικών αντιγραφή «πανηγυρικών», οι περισσότεροι των οποίων γράφτηκαν σε μετεμφυλιακές εποχές, όταν η εκκλησία και πολύ περισσότερο η «χριστιανική» ιδεολογία των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων χρησιμοποιήθηκαν ως αντίβαρο στην αυξημένη πίεση του λαού και ιδιαίτερα της νέας γενιάς (βλέπε 114) για βαθιές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές στη χώρα μας. Είναι μια γιορτή επίσης, που για τους υπέρμαχους του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους σημαίνει ευκαιρία πολεμικής «απέναντι σε ένα σχολείο που είναι κολλημένο στο παρελθόν», ενώ για τους απέναντι σε αυτή την άχαρη διελκυστίνδα είναι σημείο υπεροχής του γηγενούς πολιτισμού, που είναι στόχος «σκοτεινών κέντρων του εξωτερικού».
Οι καταστάσεις αυτές είναι σίγουρο ότι θα απογοήτευαν τους ίδιους τους τρεις Πατέρες της Εκκλησίας. (Και μόνο η μετατόπιση από τον γεμάτο συναισθηματική αξία και σχεσιακή δυναμική τίτλο του «Πατέρα» στον εξωτερικό τίτλο του «Ιεράρχη» -κατά το «Στρατάρχης» ενδεχομένως- έχει το νόημά της).
Στον Βασίλειο θα έδιναν ευκαιρία για λεπτή ειρωνεία και στοχαστική παρατήρηση των κοινωνικών ηθών.
Στον ευαίσθητο ποιητή Γρηγόριο τον Θεολόγο, θα έδιναν την ευκαιρία να θεολογήσει «αποφατικώς»: Να επισημάνει δηλαδή το πόσο απέχει η περιγραφή της σχέσης από την ίδια τη σχέση.. ( Και πολύ περισσότερο όταν αφορά τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό) . Στο δε Χρυσόστομο, θα έδιναν την ευκαιρία για «πύρινους» λόγους ενάντια στην υποκρισία πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγεσιών.
Είναι αλήθεια, ότι η εορτή η ίδια επιβλήθηκε από τα πάνω στο εκκλησιαστικό σώμα ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών στο ύστερο Βυζάντιο (βλέπε: Τσαούσης Δ. , «Πολιτικές διαστάσεις της εορτής των Τριών Ιεραρχών», περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ 67/1982).
Αν και βέβαια βρήκαν καθιερωμένη τη γιορτή εντός του εκκλησιαστικού σώματος κατά την ανάδυση του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου, οι τότε πολιτικοί ηγέτες την είδαν πάλι σαν μια ευκαιρία, ξεκινώντας από τη νέα γενιά, για να προβάλλουν το Ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα και έτσι καθιερώθηκε σαν σχολική εορτή.
Βέβαια, ενώ το Ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα εξυπηρέτησε πολλές ανάγκες της νέας χώρας και της κοινωνίας που ζούσε μέσα σε αυτή μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα (και βέβαια βρήκε κοινωνικές και πολιτισμικές βάσεις να «πατήσει»), όταν, περίπου με την μικρασιατική καταστροφή, άρχισε να μεταβάλλεται το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο, αυτό συνέχισε ως συντηρητικό εργαλείο μέχρι και της γελιοποίησης του στον καιρό της Δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι η περίφημη Ελληνοχριστιανική σύνθεση, με τον τρόπο που την ευαγγελίζονται πολλοί πανηγυρικοί που έχουμε ακούσει τουλάχιστον ως μαθητές, υπήρξε μόνο ως ιδεολογία του προπροηγούμενου αιώνα.
Αυτό που υπήρξε ήταν μια ανοιχτή (ακόμα και σήμερα) διαλεκτική συνάντηση του ρωμαλέου Ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού με την Χριστιανική Οικουμενικότητα.
Αυτό δηλαδή που υπήρξε αφ’ ενός ήταν ένας ανοιχτών οριζόντων Ελληνορωμαϊκός Πολιτισμός που μπόρεσε, να βρει σημεία διαλόγου και να συμπορευτεί εν τέλει με το αρχικά πολύ μακρινό του Ιουδαιοχριστιανικό πνεύμα, όπως μπορεί και σήμερα να συμπορευτεί με άλλες Παραδόσεις που εισβάλουν εντός του. Αφ’ ετέρου ήταν μια φιλάνθρωπη και ουσιαστική Εκκλησιαστική νοοτροπία και συμπεριφορά, που, παρ’ όλες τις εξαιρέσεις, μπόρεσε τελικά να παρουσιάσει το γεγονός της Παρουσίας του Χριστού εντός των ανθρώπων με άλλο πολιτιστικό κέλυφος.
Αυτός ο διάλογος βέβαια δεν σταμάτησε , συνεχίζει ακόμα και σήμερα, είναι η Ορθοδοξία. Αλίμονο, αν σταματήσει, αν παγιωθεί σε μια στάση του στο παρελθόν, θα είναι για τα μουσεία και τότε οι «πανηγυρικοί της ημέρας» δεν θα έχουν να πουν σε κανένα τίποτα.
Θα μου πείτε ποιο το νόημα όλων αυτών σε μια βιβλιοκριτική για «το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών»;
Μα γιατί όλη αυτή επιμονή στο γεγονός ότι η παρουσία αυτών των τριών προσωπικοτήτων διευκόλυνε τον διάλογο ανάμεσα στον Έλληνα λόγο και το Χριστιανικό Ευαγγέλιο, τους αδικεί ως προσωπικότητες. Πόσοι, ας πούμε, αναφέρονται σε έναν λόγο που εκφωνείτε ενώπιον μαθητών και δασκάλων στο πως ο Βασίλειος προσεγγίζει την δημιουργία Κόσμου και Ανθρώπου; Στην «Ομιλίαν» του «εις την Εξαήμερον» και αλλού; Πόσοι λένε ότι αν είχαν κατανοηθεί ουσιαστικά οι απόψεις δεν θα είχε γραφτεί από Χριστιανικής πλευράς ούτε ένα "ιώτα" εναντίον του Δαρβίνου και της θεωρίας "της Εξέλιξης των Ειδών", αφού όλο το Σύμπαν για τον Βασίλειο προέρχεται από έναν “σπόρο”. Τα άστρα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, είμαστε βλαστοί που φύτρωσαν από τον ίδιο Αρχικό Σπόρο. Ο άνθρωπος δηλαδή προήλθε ως δυνατότητα της ίδιας της φύσης, την οποία, όσοι πιστεύουν, μπορούν να δεχτούν ότι την προίκισε ο Θεός με αυτή την δυνατότητα.
Οι άνθρωποι αυτοί βέβαια ζούσαν έντονα την εποχή τους και τις δυνατότητές της. Επίσης δεν έγραφαν συνήθως επιστημονικά συγγράμματα, αλλά ομιλίες οι οποίες τις περισσότερες φορές είχαν ως αφορμή ένα γεγονός, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν άμεσα και πρακτικά ως υπεύθυνοι μιας κοινότητας, της εκκλησιαστικής.
Έτσι ουδόλως δεν χάνουν ως προσωπικότητες, αν παραδεχτούμε ότι σε κάποιες διατυπωμένες απόψεις τους, κοινωνικές, παιδαγωγικές, ψυχολογικές κάνουν λάθος, ή και δεν φαίνεται να μας βοηθούν σήμερα.
Για παράδειγμα, ορισμένες προτάσεις του Ιωάννη του Χρυσόστομου για την ερωτική σχέση ανδρών και γυναικών, ενδέχεται να δημιουργούσαν μεγαλύτερο πρόβλημα στους σημερινούς νέους, από αυτό που θα προσπαθούσαμε να επιλύσουμε με την χρήση τους. Άσε, που ο Ιωάννης σε άλλους λόγους μιλώντας με άλλη αφορμή και άλλο στόχο, μπορεί να μην τα έλεγε έτσι ακριβώς.
Και αυτή μας η συμπεριφορά δεν θα είναι μακριά από όσα και οι ίδιοι ουσιαστικά πίστευαν. Ο Βασίλειος, για παράδειγμα, τελειώνοντας τους Κανόνες του γράφει περίπου ότι όλους αυτούς τους έθεσε για την «σωτηρία των ανθρώπων», δηλαδή, αποκωδικοποιώντας την εκκλησιαστική γλώσσα, για την ειρήνευση των ανθρώπων με τον εαυτό τους, τους άλλους και τον Θεό. Και προτρέπει τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς, αν διαπιστώσουν ότι ακόμα και οι δικοί του κανόνες σε κάποια περίπτωση δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, τότε να μην τους εφαρμόσουν!
Μετά από όλες αυτές τις εξηγήσεις, νομίζω ότι μπορεί να αναδειχθεί η σημασία του βιβλίου που θέλω να σας παρουσιάσω: «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας», του Ανδρέα Αργυρόπουλου Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Ο κ. Αργυρόπουλος, εν προκειμένω, μας εισάγει στον Κοινωνικό Ριζοσπαστισμό και των τριών που είναι μάλλον το κύριο συνδετικό στοιχείο τους, εκτός βέβαια από την ιδιότητά τους ως εκκλησιαστικών ηγετών.
Γράφει: «Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν.»
Για τον αγώνα και των τριών για Κοινωνική Δικαιοσύνη έχουν μιλήσει και γράψει πολλοί, αλλά λίγες φορές σε ένα μεστό και εκλαϊκευτικό κείμενο, παρουσιάζεται αυτός τόσο καθαρά σε σχέση με προβλήματα που υπάρχουν και σήμερα και τα ζούμε δίπλα μας.
Αναφερόμενος στον Χρυσόστομο σημειώνει: «Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ' την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.» Αυτή σημείωση έχει μεγάλη σημασία για τους μαθητές του –κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου- και τους γονείς τους. Είναι νησιά που δέχονται τους κοινωνικούς λεπρούς, τους λεγόμενους «λαθρομετανάστες», την ζωή των οποίων και σήμερα οι περισσότεροι συνεχίζουμε να μετράμε με βάση το αν κάνει ζημιά στο τουριστικό μας προϊόν.
Και συνεχίζει «Οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο.»
Αλήθεια εμείς δεν είμαστε που αντιδράμε στην επέκταση των Κέντρων Φιλοξενίας Προσφύγων, εμείς δεν είμαστε, ακόμα και κληρικοί, που αισθανόμαστε άσχημα από την παρουσία των μελαψών στο κέντρο των πόλεων;
Η θεσμική εκκλησία, συχνά πιστεύει ότι έχει λόγο για θέματα παιδείας, οικογενειακού δικαίου κ.λ.π. και παρεμβαίνει, αλλά για την υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων σπάνια έχει παρέμβει δημόσια. Ο Βασίλειος ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αργυρόπουλος , « με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.»
Στην συνέχεια καταδεικνύει ότι η δράση του Βασιλείου και του Χρυσόστομου, δεν ήταν περιφερειακό γεγονός, δεν ήταν «φιλανθρωπία», του στυλ που έχουμε γνωρίσει από σημερινούς κεφαλαιούχους, αλλά οργανωμένη κοινωνική παρέμβαση: «Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.»
Και δεν θα μπορούσε να κάτι άλλο από κοινωνική παρέμβαση, γιατί όλη η πρακτική τους έχει θεωρητικό υπόβαθρο. Το καταδεικνύει ο συγγραφέας:
«Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο ...; Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β).
Το βιβλίο επίσης αναφέρεται και στην εκπαιδευτική οπτική και των τριών, η οποία σύμφωνα με τον συγγραφέα στοχεύει, αντίθετα με ότι πιστεύουν οι πολλοί στην απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα δεσμά και στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, ακόμα και αν αυτό αμφισβητήσει την ίδια την Εκκλησία και όχι να δημιουργήσει ακόλουθους της, που την ακολουθούν γιατί δεν μπορούν να την αμφισβητήσουν.
Αυτό εξάλλου μπορεί να συναχθεί από την θέση των περισσοτέρων Πατέρων της εποχής τους, ότι η πίστη έχει τρεις μορφές:
Αυτή «του δούλου» που πιστεύει επειδή φοβάται, του «μισθωτού», που πιστεύει επειδή περιμένει προσωπικά ανταλλάγματα και του «Ελεύθερου» που πιστεύει επειδή αγαπά, όχι μόνο τον Θεό, αλλά και την Οικουμένη ολόκληρη και η πίστη του δίνει νόημα στη σχέση που κάνει μαζί της.
Η ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησιαστική Κοινότητα και η Παιδεία εντός της, κύριο στόχο έχει να τον βοηθήσει να περάσει από τις 2 πρώτες μορφές στην τελευταία.
Συνεπώς, μετά από όλα αυτά, θεωρώ ότι αν μπορούσε να δοθεί ένας υπότιτλος σε αυτό το βιβλίο θα ήταν το ρητό του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού που περιέχεται μέσα σε αυτό: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Και μετά από όλα αυτά τι γίνεται με τη γιορτή;
Να καταργηθεί;
Κοιτάξτε, αν τη θέλουμε μια γιορτή που να επιβάλλει από τα πάνω την Ελληνικότητα και την Χριστιανικότητα, νομίζω ότι θα δυσκολευτεί στον κόσμο που έρχεται.
Αν τη θέλουμε μια γιορτή, που η ευκαιρία της ύπαρξης κάποιων τριών «παλαβών» από αγάπη για τον άνθρωπο, ακόμα και με τα μέτρα τα σημερινά, μας κάνει θυμόμαστε πόσο μακρινή είναι η ιστορία του ανθρωπισμού, τότε μάλλον θα επιζήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου