Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Εκπαίδευση με σεβασμό στη θρησκευτική ετερότητα








ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΤΟΥ Ν. ΛΑΡΙΣΑΣ:


Εκπαίδευση με σεβασμό

στη Θρησκευτική ετερότητα *



Το θρησκευτικό μάθημα μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ελεύθερης, πλουραλιστικής και δημοκρατικής κοινωνίας που θα προάγει την ταυτότητα και τη συνείδηση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, της ενταγμένης στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό της την ελληνική και ορθόδοξη συγχρόνως οικουμενικότητά της.

Στο παραπάνω συμπέρασμα, για τον κρίσιμο και ουσιαστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το θρησκευτικό μάθημα για την ομαλή κοινωνική ένταξη των αλλοθρήσκων και αλλοδόξων μαθητών - παιδιών μεταναστών που φοιτούν στα σχολεία της πατρίδας μας, κατέληξε η επιστημονική ημερίδα που συνδιοργάνωσαν τη Τρίτη, 12/2/2008, η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσας και ο Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων ν. Λάρισας & Μαγνησίας κ. Απ. Ποντίκας.

Στην ημερίδα που είχε σαν κεντρικό θέμα «Mετανάστευση: Η θρησκευτική ετερότητα στα σχολεία μας – Η θέση της Ενορίας και της τοπικής Εκκλησίας» και σημείωσε μεγάλη επιτυχία (με τους θεολόγους εκπ/κούς της περιοχής να έχουν κατακλύσει τη μεγάλη αίθουσα «Επιούσιος» του Επισκοπείου), οι εισηγητές, ο δρ. κοινωνιολόγος και θεολόγος Κων. Ζορμπάς και ο πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητρόπολης, αρχιμ. π. Αχίλλιος Τσούτσουρας, ανέλυσαν τη θεολογία της Εκκλησίας μας για τον αλλόδοξο, ή αλλόθρησκο μετανάστη. Μια θεολογία η οποία, όχι απλώς στέργει και συγκατανεύει στον οφειλόμενο σεβασμό έναντι της θρησκευτικής ετερότητας, ως ανθρωπίνου δικαιώματος, αλλά όντας - η ορθόδοξη θεολογία - ριζοσπαστικότερη από πολλές κοσμοθεωρίες και βλέποντας τον «ξένο» ως εικόνα Θεού, κατανοεί τη στάση της απέναντι στο μετανάστη, ως σχέση αγάπης, κατά το πρότυπο της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Και, ασφαλώς, στην αγαπητική αυτή κοινωνία των προσώπων δεν υπάρχουν περιθώρια για τους συνήθεις φραγμούς και τις δυσμενείς διακρίσεις με βάση το φύλο, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την οικονομική κατάσταση και τη θρησκευτική πίστη.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του ο κ. Ζορμπάς τόνισε ότι τα σχολεία μας μπορούν και χρειάζεται να συντελέσουν στην μείωση της ψυχικής απόστασης των πολιτών – μαθητών και της αποδοχής της διαφορετικότητας του άλλου, υπογραμμίζοντας ότι προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικός είναι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το θρησκευτικό μάθημα μέσα απ’ το οποίο θα γνωρίσει ο μαθητής το υπερφυλετικό, το υπερεθνικό περιεχόμενο του χριστιανικού μηνύματος και θα συνειδητοποιήσει ότι ο Χριστιανισμός δίνει προτάσεις στο σύγχρονο κόσμο για τη συνοχή του και την ποιότητα ζωής. Ετσι ο μαθητής θα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τη προσφορά του μαθήματος ώστε συνειδητοποιήσει τη δύναμη του λυτρωτικού μηνύματος του Ευαγγελίου, να καλλιεργήσει το ήθος και τη προσωπικότητά του, να ευαισθητοποιηθεί απέναντι στο σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό και να πάρει έμπρακτα θέση.

Στην εμπεριστατωμένη θεολογικά ομιλία του ο πρωτοσύγκελλος π. Αχίλλιος επεσήμανε ότι η Εκκλησία μας, ευθύς εξ αρχής, αγκάλιασε με αγάπη και στοργή τους μετανάστες, καθώς είναι κι’ αυτοί, σύμφωνα με τη ορθόδοξη θεολογία, «εικόνες θεού», συνεπώς ανάμεσα σ’ αυτούς και την Εκκλησία δεν μπορούν να νοηθούν εθνικοί και φυλετικοί φραγμοί.

Στον Χριστιανισμό ο «ξένος» δεν τίθεται απλώς υπό την προστασία του Θεού, ο ίδιος ο Θεός ταυτίζεται με το πρόσωπο του «ξένου», σημείωσε ο ομιλητής, παραπέμποντας στη σχετική ρήση του Χριστού στο ευαγγέλιο «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» (Ματθ. 25, 35). Και ο Χριστός, βεβαίως, δεν κάνει διακρίσεις στον ορισμό του ξένου. Ξένος και πλησίον δεν είναι μόνον ο ομόθρησκος, ο όμαιμος, ο συμπατριώτης, ο ομοϊδεάτης και ο «οικείος», αλλά και αυτός που είναι εντελώς διαφορετικός από εμάς. Αυτός που πρεσβεύει διαφορετικά πιστεύματα, έχει διαφορετική Θρησκεία, ακολουθεί διαφορετική ιδεολογία, έχει διαφορετικό χρώμα από εμάς και ανήκει σε διαφορετική εθνότητα. Απέναντι σε όλους αυτούς ο Χριστιανός οφείλει σεβασμό προς το πρόσωπό τους, κατάφαση της ετερότητάς τους και αναγνώρισή τους ως ισοτίμων και ισάξιων.

* Στην ημερίδα χαιρετισμό απηύθυναν ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ.κ. Ιγνάτιος, ο περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης Θεσσαλίας κ. Αργ. Χαδούλης, ο προϊστάμενος Β΄/βάθμιας εκπαίδευσης ν. Λάρισας κ. Ιωαν. Καραμήτρος, οι προϊστάμενοι του 1ου και του 3ου Γραφείου εκπαίδευσης κ.κ. Αθ. Μαργαριτόπουλος και Ιωαν. Γεροθανάσης, ο γενικός γραμματέας της Ενωσης Θεολόγων Λάρισας κ. Χάρης Ανδρεόπουλος, ενώ τις εργασίες της ημερίδας διηύθυνε ο διευθυντής του 14ου Γυμνασίου κ. Νικ. Παύλου.

* Δημοσιεύθηκε στην "Ελευθερία" της Λάρισας, στις 16/02/2008, σελ.8

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Αρχιεπίσκοπος "επικοινωνιακός", ή αγιοπατερικός;

* Τι σηματοδοτεί η εκλογή του κ. Ιερωνύμου *


* Οι θέσεις του νέου Αρχιεπισκόπου για την τηλεόραση
και τη χρήση της από την Εκκλησία




«Καλός είναι, αλλά θά ’ναι επικοινωνιακός, όπως ήταν ο Χριστόδουλος;...», είναι μια απορία που ...βασανίζει ορισμένους για το πρόσωπο του από Θηβών και Λεβαδείας, νέου αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου. Προσωπικά πιστεύουμε ότι από τον νέο προκαθήμενο της διοικούσας Εκκλησίας μας θά ακούσουμε περισσότερους ποιμαντικούς λόγους και θεολογικά κηρύγματα παρά λόγους με πολιτικό περιεχόμενο, αλλά αν νομίζουν οι ως άνω απορούντες ότι ο νυν μακαριώτατος είναι ...άπειρος σε θέματα επικοινωνιακά, τότε, πλανώνται πλάνη πλανεράν.

Ανάμεσα στους 78 εν ενεργεία αρχιερείς της σημερινής Ιεραρχίας δύο είναι οι έχοντες πολυετή ενασχόληση και άρα σημαντική εμπειρία σε θέματα ποιμαντικής επικοινωνίας και ο ένας εξ αυτών είναι ο κ. Ιερώνυμος (ο άλλος είναι ο σεβασμιώτατος Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος). Ο νεοεκλεγείς αρχιεπίσκοπος εργάσθηκε πάνω από 10 χρόνια στο εκκλησιαστικό ραδιόφωνο. Όταν ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ έβαζε στα 1990 τα θεμέλια για τη λειτουργία του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως πρόεδρος του Ραδιοφωνικού Σταθμού (Ρ/Σ), ο κ. Ιερώνυμος ως αντιπρόεδρος του Ρ/Σ ήταν εκείνος που έβαζε τις πλάτες για να λάβει σάρκα και οστά το δύσκολο εγχείρημα. Ήταν αυτός που έστησε το Ρ/Σ καθιστώντας τον προέκταση του άμβωνα για την διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος, αλλά και παρεμβάσεις θεολογικού προβληματισμού σε ευρύτερη της ενορίας κλίμακα. Για να έλθει το 1998 ο από Δημητριάδος και Αλμυρού, μακαριστός αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χριστόδουλος και παραλαμβάνοντάς τον να τον αναβαθμίσει τεχνολογικά, βελτιώσει ποιοτικά και επεκτείνει πανελλαδικά.

Επίσης, ο κ. Ιερώνυμος ήταν εκείνος που ασχολήθηκε συστηματικά με τη Τηλεόραση, από τη θέση, επί πολλά χρόνια, του προέδρου της Συνοδικής Επιτροπής Τύπου. Είναι εκείνος που έχει συντάξει τη μελέτη με θέμα «Η εικόνα της Εκκλησίας στην τηλεόραση – Η επικοινωνιακή φύση της Εκκλησίας», (Αθήνα, 2002), η οποία αφορά στο τι πρέπει να πράξει η Εκκλησία της Ελλάδος και, κυρίως, πως πρέπει να το πράξει αναφορικά με τη τηλεόραση.


Αγγίζοντας με πολλή προσοχή το κρίσιμο θέμα της σχέσης Εκκλησίας – τηλεόρασης και αναγνωρίζοντας τη προβληματικότητα αυτής της σχέσης, στην λίαν ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη – εισήγησή του ο κ. Ιερώνυμος υποστηρίζει ότι «η παρουσία της Εκκλησίας στη τηλεόραση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από την ίδια ως δίκοπο μαχαίρι. Όλοι γνωρίζουμε, σημειώνει, ότι είναι αδύνατο στην Εκκλησία να εκφράσει μέσα από την τηλεόραση το θεανθρώπινο χαρακτήρα της, αλώβητο και ακέραιο τον λόγο και το μήνυμα της σωτηρίας, το ήθος και τις συμπεριφορές της ορθόδοξης πνευματικότητας, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: δεν μπορούμε να μην αξιοποιούμε τα μέσα που υπάρχουν. Ο λόγος της Εκκλησίας είναι απαραίτητο να μεταδίδεται μέσω της εικόνας. Γνωρίζοντας τη κυριαρχία του συγκεκριμένου μέσου και το πόσο αυτό επηρεάζει, οφείλουμε να εξετάσουμε τρόπους και προτάσεις για μια ζωντανή εκκλησιαστική παρουσία, προσφέροντας τον θεολογικό λόγο και προβληματισμό κατά τρόπο σαφή, ολοκληρωμένο και απλό». Λόγος συγκροτημένος, μεστός, ειλικρινής.

Σημειωθήτω δε ότι ο κ. Ιερώνυμος ήταν εκείνος με θεσμική πρωτοβουλία του οποίου πραγματοποιήθηκαν - εν έτει 2003 - για πρώτη φορά και με φορέα υλοποίησης τη διοικούσα Εκκλησία σεμινάρια επιμόρφωσης και κατάρτισης εκκλησιαστικών συντακτών. Παρεμβάσεις ουσιαστικές και σε διάσταση όχι προσωπικής του ωφέλειας, αλλά σ’ επίπεδο θεσμικής αναβάθμισης του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει μέσα στη κοινωνία η ίδια Εκκλησία. Παρεμβάσεις μετρημένες και ζυγισμένες που αποδεικνύουν τη ποιότητα του ποιμαντικού του έργου και τη στάση υψηλής ευθύνης με την οποία αντιμετωπίζει θέματα που έχουν να κάνουν με την εικόνα και τη προβολή της Εκκλησίας.

Λοιπόν: όχι μόνο ξέρει άριστα τα επικοινωνιακά θέματα ο κ. Ιερώνυμος, αλλά είναι ...εξπέρ. Αν το θελήσει δηλαδή μπορεί εύκολα να μπεί στο παιγχνίδι της δημοσιότητας και της επικοινωνιακής (αυτο-) προβολής, να γίνει ο κυρίαρχος των δελτίων των 8 μ.μ., πρωτοσέλιδος σε εφημερίδες και περιοδικά, κ.ο.κ. Ίσως το μειλίχιο ύφος του να μην ξεπερνούσε σε τηλεθέαση ανάλογες «πληθωρικές» και «εκρηκτικές» παρουσίες, αλλά σίγουρα, αν ήθελε να κάνει (επικοινωνιακό) «θόρυβο» θα τον έκανε. Έχουμε την εντύπωση, όμως, ότι δεν θα το επιδιώξει. Εκτιμούμε ότι αλλιώς θα πορευθεί. Το άνοιγμα της Εκκλησίας στη κοινωνία που ξεκίνησε δυναμικά από τον μακαριστό Χριστόδουλο, φυσικά και θα συνεχισθεί από τον νεοεκλεγέντα αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, αλλά, πιστεύουμε, σε άλλο μήκος κύματος.

Πιστεύουμε ότι ο λόγος που θα θελήσει να εκπέμψει ο κ. Ιερώνυμος θά ’ναι περισσότερο θεολογικός – πνευματικός, λόγος αρτυμένος με το Άγιο Πνεύμα, λόγος σεμνός, αγιοπατερικός και λιγότερο πολιτικός – κοινωνικός, λιγότερο «επικοινωνιακός». Και όταν λέμε περισσότερο πνευματικός και λιγότερο πολιτικός, προς Θεού, δεν εννοούμε ότι θα πρέπει να πάψει να ασχολείται η Εκκλησία μας με κοινωνικά θέματα, αλλοίμονο. Αλλά ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζει τα κοινωνικά αυτά θέματα, όχι με τη συνήθη αντιπαραθετική πολιτική πρακτική, αλλά με την αναγωγή τους στην πνευματική τους βάση. Το ζητούμενο για την Εκκλησία είναι η ανακαίνιση και μεταμόρφωση του κόσμου, η κλήση σε μετάνοια και η αναγγελία του ευαγγελίου της Βασιλείας των ουρανών, και όχι η με κάθε μέσο και τρόπο παρουσία της στη δημόσια σφαίρα και ειδικότερα στο χώρο της πολιτικής – κοσμικής εξουσίας.

* Νομίζουμε ότι η πανηγυρική εκλογή του κ. Ιερωνύμου από το σώμα της Ιεραρχίας τη περασμένη Πέμπτη, 7/2/2008, σηματοδοτεί μια περισσότερο θεολογική, λιγότερο πολιτική και οπωσδήποτε συνοδική στροφή στη στρατηγική της διοικούσας Εκκλησίας.

* Δημοσιεύθηκε στην "Ελευθερία" (Λαρίσης) της Κυριακής (10/02/2008, σελ. 7) και στη "Φωνή της Καστοριάς" (21/02/2008, σελ. 6)


Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Εκκλησία: Το ζητούμενο της "επόμενης μέρας"


Αναγκαία η επάνοδος της Εκκλησίας μας


στη τροχιά του συνοδικού πολιτεύματος*


Για την σημερινή μέρα (7/2/2008), κατά την οποία θα αναδειχθεί - εις διαδοχήν του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου - ο νέος προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος πολλά λέχθηκαν και πολλά γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα. Ποιός θά’ ναι; O Σπάρτης Ιερόθεος; Mήπως ο Θηβών Ιερώνυμος; Ισως ο Θεσσαλονίκης, ο Ανθιμος; Βρέ μπάς και κάνει την έκπληξη, ο «βενιαμίν» της τετράδας, ο της Δημητριάδος Ιγνάτιος; Σενάρια επί σεναρίων, εκδοχές επί εκδοχών, υποθέσεις επί υποθέσεων – και πάει λέγοντας. Χύθηκε αυτές τις μέρες πολύ μελάνι.

Προσωπικά, κατά το διατρέξαν διάστημα και αφ’ ης στιγμής διαμορφώθηκαν οι ως άνω τέσσερεις πιθανές υποψηφιότητες των αρχιερέων που θα διεκδικήσουν σήμερα τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ένιωσα ένα διττό συναίσθημα: απ’ μιά, μιά δυσκολία να ξεχωρίσω, να διακρίνω στην βάση των ανθρωπίνων, αντικειμενικών κριτηρίων τον «καλύτερο» και τον «αξιότερο» - γιατί και οι τέσσερεις είναι αξιολογότατοι αρχιερείς με πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ο καθείς στην επαρχία του - και απ’ την άλλη μια ανακούφιση, μια αίσθηση ασφάλειας γιατί η (ελλαδική) Εκκλησία μας έχει ως υποψηφίους πηδαλιούχους του σκάφους της τέσσερα λαμπρά αναστήματα, απολύτως ικανά να την οδηγήσουν στην «επόμενη μέρα».

Ιδιαίτερα ελπιδοφόρες θεωρώ ότι υπήρξαν οι αναφορές των «4» περί της αναγκαιότητας να εισέλθει η Εκκλησία μας σε τροχιά πνευματικότητας, contra στην ελλοχεύουσα πρόκληση της εκκοσμίκευσης, αλλά και σε τροχιά συνοδικότητας, contra στο πρότυπο του «μονοκράτορα» αρχιεπισκόπου – ηγέτη, με βάση το οποίο πορεύθηκε τα τελευταία 34 χρόνια η διοικούσα Εκκλησία μας, από την εποχή του μακαριστού Σεραφείμ (1974 – 1998) μέχρι την εποχή του μακαριστού Χριστοδούλου (1998 – 2008). Αμφότεροι, άνθρωποι δυναμικοί και αποφασιστικοί και αξιοποιώντας έμφυτες ικανότητές τους, κυβέρνησαν την Εκκλησία ενεργώντας από τη θέση του προέδρου της Ιεράς Συνόδου όχι ως πρώτοι μεταξύ ίσων, όπως επιτάσσει το εκκλησιαστικό συνοδικό πολίτευμα, αλλά – ας μη κρυβόμαστε - ως ηγέτες. Τέτοια ήταν η «φτιαξιά» τους – και στη πράξη είχαμε μια μετατροπή του επισκοποσυνοδικού συστήματος διοικήσεως της Εκκλησίας σε αρχιεπισκοποκεντρικό. Επί της ουσίας, «καθιερώθηκε» τα χρόνια αυτά ένα προσωποπαγές σύστημα διοικήσεως με βάση ο οποίο έκανε κουμάντο ο αρχιεπίσκοπος χωρίς να πολυρωτάει το λοιπό πλήρωμα της Ιεραρχίας. Σημαίνει αυτό ότι οι μακαριστοί Σεραφείμ και Χριστόδουλος δεν προσέφεραν έργο στην Εκκλησία; Κάθε άλλο. Αμφότεροι έβαλαν το λιθαράκι τους στην ανασυγκρότηση της Εκκλησίας και την αναβάθμιση του κοινωνικού της ρόλου. Αλλά, άλλο το ένα (μετατροπή του επισκοπικοσυνοδικού συστήματος σε αρχιεπισκοποκεντρικό, που σημαίνει παρεκτροπή του συνοδικού πολιτεύματος) και άλλο το άλλο (παρασχεθείσα προσφορά και έργο στην υπηρεσία της Εκκλησίας). Και φυσικά, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι η επαναφορά του συνοδικού πολιτεύματος, υπέρ της οποίας ομνύουν άπαντες οι υποψήφιοι, δεν θα έχει τα ίδια θετικά, αν όχι περισσότερα, αποτελέσματα στην υπόθεση της αναβάθμισης του έργου της πνευματικής αποστολής και του κοινωνικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει στο κόσμο η Εκκλησία.

Είναι δυνατόν να αλλάξουν τώρα τα πράγματα και να περάσουμε στο επισκοπικοσυνοδικό σύστημα; Προσωπικά το θεωρώ δύσκολο, καθ’ ην στιγμή μάλιστα το ίδιο το σώμα της Ιεραρχίας όχι μόνο έχει επί δεκαετίες τώρα εθιστεί στο αρχιεπισκοποκεντρικό σύστημα διοικήσεως, αλλά και έχει, κατά το μέγιστο τμήμα του, εκλεγεί ή κατασταθεί κατά τη διάρκεια της θητείας και κατά κανόνα με την ευλογία ή τη σύμφωνη γνώμη των δύο μακαριστών αρχιεπισκόπων Σεραφείμ και Χριστοδούλου. Δύσκολο, αλλ’ όχι ακατόρθωτο. Και σ’ αυτή τη φάση η επαγγελία και μόνο των υποψηφίων, για την επάνοδο της συνοδικότητας στη λειτουργία της Εκκλησίας, λέει πολλά.

* Πως πρέπει, όμως, (ορθότερα: «πως οφείλει...») να λειτουργεί η Εκκλησία της Ελλάδος βάσει των (πολιτειακών) νόμων και των (εκκλησιαστικών) κανονιστικών διατάξεων; Υπάρχουν (άσχετα αν δεν τηρούνται) “κείμενες διατάξεις”; Φυσικά!

Η Εκκλησία της Ελλάδος, μέσω ενός συστήματος ισορροπίας της νομοκανονικής της υποστάσεως και της πολιτειακής νομοθεσίας, διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου (Ι.Σ.Ι.) των εν ενεργεία αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Δ.Ι.Σ., συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928.

Από νομοκανονικής απόψεως η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να λειτουργεί στο πλαίσιο του συνοδικού πολιτεύματος – συστήματος, της Ιεράς Συνόδου, ως διοικητικού οργάνου, προεδρευομένης υπό του εκάστοτε Μητροπολίτου Αθηνών (μετονομασθέντος εις «Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος» με τον Κ.Χ. του 1923), ο οποίος έχει, βάσει της Πατριαρχικού Τόμου της Αυτοκεφαλίας (1850), την ιδιότητα του «Primus inter pares” (πρώτος μεταξύ ίσων, επί το ακριβέστερον: πρωτεύων – προεδρεύων της Ιεράς Συνόδου) και όχι του «Primus Solus» («ηγέτη»), όπως κατά κόρον παρουσιάζεται υπό των ΜΜΕ και όπως εσφαλμένως νομίζεται από την πλειοψηφία του λαού.

Ο (εκάστοτε) Αθηνών δεν προεδρεύει συνάξεως καρδιναλίων, δεν είναι Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ουδέ «Πρώτος» ως ο Πατριάρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Αθηνών καίτοι προσαγορεύεται - και - ως «πάσης Ελλάδος», για να μεταβεί εις την γειτονική του (μεν, εις άλλη δε Μητρόπολη ανήκουσα) ενορία του Αγίου Σώστη, θα πρέπει να αιτηθεί αδείας από τον οικείο ποιμενάρχη, σεβασμιώτατο μητροπολίτη Γλυφάδος.

Για το εύρος της δικαιοδοσίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος υπάρχει μάλιστα και σχετική πρόσφατη απόφαση του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, η οποία οριοθετεί επακριβώς τις αρμοδιότητες (διοικητικές και πνευματικές) κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 3767/2002 απόφαση του Γ’ τμήματος του ΣτΕ (η οποία δημοσιεύεται στη επιθεώρηση εκκλησιαστικού και κανονικού δικαίου «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ» τ. 1/2003, σελ. 152 – 154) «η Εκκλησία της Ελλάδος νοείται υπό την έννοιαν του άρθρου 3 του Συντάγματος, χωρίς δηλαδή τις «περιοχές του κράτους» στις οποίες, κατά την παρ. 2 του άρθρου, εξακολουθεί να ισχύει το υφιστάμενο κατά τον χρόνο ψηφίσεως του Συντάγματος διαφορετικό «εκκλησιαστικό καθεστώς». Ως εκ τούτου», λέει το ΣτΕ, «από το γεγονός ότι ο νομοθέτης (ν. 590/77) προσαγορεύει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και ως «πάσης Ελλάδος» δεν έπεται ότι απονέμει σ’ αυτόν και αρμοδιότητες που επεκτείνονται σε άλλες Μητροπόλεις πέραν της Αρχιεπισκοπής. Η τιμητική αυτή προσαγόρευση ανάγεται στην αρμοδιότητα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να προεδρεύει συλλογικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος…». Συνάγεται, δηλαδή, μετά πάσης σαφηνείας ότι οι αρμοδιότητες του Αρχιεπισκόπου (επί της ουσίας: Μητροπολίτου) Αθηνών περιορίζονται εν τοις μητροπολιτικοίς αυτού ορίοις και ότι το «πάσης Ελλάδος» είναι «ψιλός» τίτλος. Αυτή είναι (όχι μόνο ιεροκανονικά αλλά και νομικά) η αλήθεια στο περιεχόμενο της οποίας υποστασιάζεται εν πολλοίς και το συνοδικό πολίτευμα. Δεν το λέγουν μόνο οι ιεροί κανόνες ότι «η Εκκλησία αποφαίνεται εν συνόδω», το λέγει και η (κοσμική) Δικαιοσύνη, ταυτιζομένη εν προκειμένω με το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας μας.

Ο πρόεδρος του τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ καθηγητής κ. Πέτρος Βασιλειάδης, διακεκριμένος σε θέματα εκκλησιολογικά και επί χρόνια συνεργάτης του μακαριστού αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου έγραψε τις προάλλες (30/1/2008) την «Ελευθεροτυπία»: “Σ’ ότι ό,τι αφορά το μοντέλο διαχείρισης των εκκλησιαστικών πραγμάτων, η ορθόδοξη ευχαριστιακή εκκλησιολογία επιτάσσει ριζική αλλαγή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου με επαναφορά της αυθεντικής συνοδικότητας. Ολοι, βέβαια, κάνουν λόγο για συνοδικότητα, ελάχιστοι όμως την εννοούν επεκτεινόμενη σε όλα τα επίπεδα του εκκλησιαστικού βίου, από την ενορία, τις μητροπόλεις μέχρι και την ιεραρχία. Στη νεωτερική και μετανεωτερική εποχή συγκεντρωτικά μοντέλα, εξουσιαστικές συμπεριφορές, μη συμμετοχικές διαδικασίες, έλλειμμα πραγματικής "κοινωνίας", οφείλει επιτέλους η Εκκλησία της Ελλάδος οριστικά και αμετάκλητα να τα εγκαταλείψει».

Το ότι και οι τέσσερεις υποψήφιοι για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο αρχιερείς συμμερίζονται τον ίδιο προβληματισμό και δεσμεύονται ότι ως προκαθήμενοι θα πορευθούν με βάση την αρχή της συνοδικότητας, είναι τουλάχιστον παρήγορο και τα μάλα ελπιδοφόρο - για τη «επόμενη μέρα» που αρχίζει σήμερα....

(Υ.Γ. Οσο γι’ αυτούς που ανησυχούν, που έχουν άγχος για το ποιός θα εκλεγεί στη σημερινή συνεδρίαση της Ιεραρχίας, ας ...χαλαρώσουν. Οπως έλεγε σ’ ανάλογες περιπτώσεις μια μεγάλη πατερική μορφή του 20ου αιώνα, ο Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) του Εσσεξ της Αγγλίας, «είτε κατ’ ευδοκίαν, είτε κατά παραχώρησιν θα γίνει - και σήμερα – το θέλημα του Θεού...»)

* Αρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" ανήμερα της αρχιεπισκοπικής εκλογής (7/2/2008, σελ. 8)

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008

Τρείς Ιεράρχες: Oι μεγάλοι παιδαγωγοί και οικουμενικοί διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας






Πρότυπα σοφίας και αρετής


* Κατάφεραν να συγκεράσουν αρμονικά


την ελληνική φιλοσοφία με τη χριστιανική πίστη *


Γιορτάζουμε την 30η Ιανουαρίου τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών που με το βαθύ φιλοσοφικό τους στοχασμό, τη μεγάλη και βαθιά πίστη τους, τη θερμή αγάπη τους στο θεό και τον άνθρωπο, αναδείχθηκαν μεγάλοι παιδαγωγοί και οικουμενικοί διδάσκαλοι, επιφανείς ρήτορες και συγγραφείς, πρότυπα φιλανθρωπίας και αρετής.
Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε ο Αριστοτέλης του χριστιανισμού, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ο Πλάτωνας της χριστιανικής φιλοσοφικής σκέψης και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Δημοσθένης της χριστιανικής αγάπης.

Αφορμή για την καθιέρωση του συνεορτασμού τους την 30η Ιανουαρίου, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εορτή του καθενός, υπήρξε μια διένεξη των χριστιανών στη διάρκεια του 12ου αιώνα. Αυτή ξεκίνησε από τη διαφωνία που υπήρχε ανάμεσα στους μορφωμένους άνδρες στη Κωνσταντινούπολη για το ποιός από τους τρείς ιεράρχες είναι ο σπουδαιότερος. Αυτό συνέβη επί αυτοκράτορος Αλεξίου Κομνηνού(1081 – 1118). Οι χριστιανοί είχαν χωρισθεί σε τρείς διαφορετικές ομάδες. Οι μεν θεωρούσαν του Ιωάννη το Χρυσόστομο ως σημαντικότερο από τους άλλους δύο. Οι άλλοι δέχονταν το Μέγα Βασίλειο ως σπουδαιότερο και οι άλλοι τον Γρηγόριο το Θεολόγο. Ετσι δημιουργήθηκαν τρείς αντιμαχόμενες παρατάξεις: των «Ιωαννιτών», των «Βασιλειτών» και των «Γρηγορειτών». Σιγά – σιγά το θέμα άρχισε να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις για τους χριστιανούς. Τότε ο μητροπολίτης Ευχαϊτων Ιωάννης Μαυρόπους αποφάσισε να δώσει τέλος σ’ αυτή τη διαμάχη των χριστιανών, συμφιλιώνοντας τις τρείς παρατάξεις των πιστών που διαφωνούσαν. Και πράγματι το πέτυχε, διότι η πρότασή του να συσταθεί κοινή εορτή και για τους τρείς ιεράρχες έγινε με ευχαρίστηση αποδεκτή απ’ όλους τους χριστιανούς. Σύμφωνα με τη διήγηση του ιερού Συναξαριστή η πρόταση αυτή έγινε από τον μητροπολίτη Ευχαϊτων κατά προτροπή των ίδιων των Τριών Ιεραρχών, τους οποίους είδε σε όραμα.

* Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι πρόγονοί μας καθιέρωσαν τη μέρα αυτή των Τριών Ιεραρχών ως μέρα των ελληνικών γραμμάτων και της παιδείας και ως σχολική εορτή τιμώντας έτσι την αγιοσύνη των τριών, ως πατέρων της Εκκλησίας και συγγραφέων, την ιεραποστολική τους δράση, την ευρυμάθειά τους, το ανεπανάληπτο δογματικό τους έργο και την οικουμενικότητα που πηγάζει από τη δράση τους, καθώς κατάφεραν να συγκεράσουν αρμονικά την αρχαία ελληνική γραμματεία και την φιλοσοφία με τη χριστιανική πίστη. Το νέο ελληνικό κράτος μετά από πρόταση του καθηγητή Τυπάλδου, που ήταν κατόπιν και ο πρώτος σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, το 1842 καθιέρωσε ως επίσημη σχολική εορτή των «Γραμμάτων και της Παιδείας» τη μέρα αυτή εκφράζοντας και την από αιώνων παράδοση του γένους.

Οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας έζησαν το δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. Σπούδασαν σε ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, μελέτησαν τα κλασικά κείμενα, έτυχαν γενικά άρτιας κλασικής εκπαίδευσης, ανατράφηκαν χριστιανικά, έζησαν και αφομοίωσαν τους πνευματικούς θησαυρούς της αρχαιότητας. Με την προσπάθειά τους άρχισε να συντελείται η σταδιακή μεταφορά της αρχαίας κληρονομιάς στο βυζαντινό χώρο. Διεδραμάτισαν σαφή ρόλο «γεφυροποιών» στην πολιτιστική και πνευματική ιστορική συνέχεια. Σ’ αυτούς οφείλεται η τελική σύνθεση του νεοπλατωνισμού και της χριστιανικής διδασκαλίας, που εφοδίασε το χριστιανισμό με θεωρητικές βάσεις και τον επέβαλε στους πνευματικούς κύκλους για πρώτη φορά.

Οι Τρεις Ιεράρχες έκαναν το Χριστιανισμό παγκόσμια πίστη που συνδιαλέγεται με τον κόσμο, με την οικουμένη, με όλους δηλ. τους ανθρώπους. Αυτό το πέτυχαν περνώντας μέσα από τη σκέψη της αρχαίας γνώσης και της φιλοσοφίας που είχε διαποτίσει τότε όλη την οικουμένη. Ποιο ήταν το «μυστικό» των τριών Ιεραρχών; Μεγάλοι φιλόσοφοι και συγγραφείς της αρχαιότητας όπως ο Πυθαγόρας, ο Θαλής, ο Αισχύλος, κ.ά. είχαν μονοθεϊστικές αντιλήψεις. Αυτή ήταν μία τεράστια δεξαμενή της μνήμης και της γνώσης της ανθρωπότητας που είχε την πίστη και την προσδοκία του ενός Θεού. Συν τοις άλλοις η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή που πρόσφερε και θα πρόσφερε στο μέλλον τους όρους τους δογματικούς με τους οποίους κωδικοποιήθηκε και έγινε κατανοητό το τριαδικό δόγμα, το ομοούσιο, το αγέννητο, κ.ά. Αυτά τα συνειδητοποίησαν ευθύς εξαρχής οι Τρεις Ιεράρχες και ντύνοντας όπου αυτό ήταν απαραίτητο με το ένδυμα της ελληνικής σοφίας τη χριστιανική εξ αποκαλύψεως γνώση του Θεού, την έκαναν κατανοητή στους ανθρώπους. Πρόσφεραν τη θεογνωσία που την αναζητούσαν επειγόντως οι άνθρωποι της εποχής τους, όπως το λέει ξεκάθαρα και το τροπάριό τους: «τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάματι καταρδεύσαντας».

Πέρα, όμως, από το ποιμαντικό τους έργο δεν μπορεί να μην θαυμάσει κάποιος και την πολύτιμη πνευματική και πολιτιστική προσφορά των Τριών Ιεραρχών. Αρκεί και μόνο να επισημανθεί ότι από το σύνολο των 161 τόμων της Ελληνικής Πατρολογίας (Patrologiae Graeca) , το συγγραφικό έργο μόνο αυτών των Τριών μεγάλων Ιεραρχών καταλαμβάνει 21 τόμους, ή άλλως το 1/8 της πατρολογίας. Τα υπόλοιπα 7/8 καλύπτονται από 500 περίπου άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Οι Τρείς Ιεράρχες, κορυφαίες άγιες μορφές της Εκκλησίας μας, δεν ήταν μόνο εξέχοντες πατέρες και διδάσκαλοι της χριστιανοσύνης, αλλά και απαράμιλλα πρότυπα αξίων ποιμένων και σοφών θεολόγων γι’ αυτό και αξίζουν της απόδοσης τιμής στην οποία μας προτρέπει ο εμπνευσμένος υμνωδός:

«Τους τρείς μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος, τους την οικουμένην ακτίσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τον Μέγαν και Θεολόγον Γρηγόριον, συν τω κλεινώ Ιωάννη τω την γλώτταν χρυσορρήμονι, πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν. Αυτοί γάρ τη Τριάδι, υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσιν»

[Ερμηνεία: ΄Ολοι όσοι θαυμάζουμε τους λόγους των τριών μεγάλων φωστήρων της τρισυπόστατης θεότητας, δηλαδή το Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο το θεολόγο και τον ξακουστό Ιωάννη που το στόμα του έβγαζε χρυσάφι, ας τους τιμήσουμε με ύμνους. Γιατί αυτοί φώτισαν την οικουμένη με θείες διδασκαλίες. Γιατί σαν ποταμοί σοφίας πότισαν όλη την κτίση με τα άγια νερά της θεογνωσίας, και γιατί αυτοί μεσολαβούν και παρακαλούν πάντα την Αγία Τριάδα για μας].


* Δημοσιεύθηκε ανήμερα της γιορτής (30/01/2008) στην "Ελευθερία" (σελ. 8)