Αναγκαία η επάνοδος της Εκκλησίας μας
στη τροχιά του συνοδικού πολιτεύματος*
Για την σημερινή μέρα (7/2/2008), κατά την οποία θα αναδειχθεί - εις διαδοχήν του μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου - ο νέος προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος πολλά λέχθηκαν και πολλά γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα. Ποιός θά’ ναι; O Σπάρτης Ιερόθεος; Mήπως ο Θηβών Ιερώνυμος; Ισως ο Θεσσαλονίκης, ο Ανθιμος; Βρέ μπάς και κάνει την έκπληξη, ο «βενιαμίν» της τετράδας, ο της Δημητριάδος Ιγνάτιος; Σενάρια επί σεναρίων, εκδοχές επί εκδοχών, υποθέσεις επί υποθέσεων – και πάει λέγοντας. Χύθηκε αυτές τις μέρες πολύ μελάνι.
Προσωπικά, κατά το διατρέξαν διάστημα και αφ’ ης στιγμής διαμορφώθηκαν οι ως άνω τέσσερεις πιθανές υποψηφιότητες των αρχιερέων που θα διεκδικήσουν σήμερα τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ένιωσα ένα διττό συναίσθημα: απ’ μιά, μιά δυσκολία να ξεχωρίσω, να διακρίνω στην βάση των ανθρωπίνων, αντικειμενικών κριτηρίων τον «καλύτερο» και τον «αξιότερο» - γιατί και οι τέσσερεις είναι αξιολογότατοι αρχιερείς με πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ο καθείς στην επαρχία του - και απ’ την άλλη μια ανακούφιση, μια αίσθηση ασφάλειας γιατί η (ελλαδική) Εκκλησία μας έχει ως υποψηφίους πηδαλιούχους του σκάφους της τέσσερα λαμπρά αναστήματα, απολύτως ικανά να την οδηγήσουν στην «επόμενη μέρα».
Ιδιαίτερα ελπιδοφόρες θεωρώ ότι υπήρξαν οι αναφορές των «4» περί της αναγκαιότητας να εισέλθει η Εκκλησία μας σε τροχιά πνευματικότητας, contra στην ελλοχεύουσα πρόκληση της εκκοσμίκευσης, αλλά και σε τροχιά συνοδικότητας, contra στο πρότυπο του «μονοκράτορα» αρχιεπισκόπου – ηγέτη, με βάση το οποίο πορεύθηκε τα τελευταία 34 χρόνια η διοικούσα Εκκλησία μας, από την εποχή του μακαριστού Σεραφείμ (1974 – 1998) μέχρι την εποχή του μακαριστού Χριστοδούλου (1998 – 2008). Αμφότεροι, άνθρωποι δυναμικοί και αποφασιστικοί και αξιοποιώντας έμφυτες ικανότητές τους, κυβέρνησαν την Εκκλησία ενεργώντας από τη θέση του προέδρου της Ιεράς Συνόδου όχι ως πρώτοι μεταξύ ίσων, όπως επιτάσσει το εκκλησιαστικό συνοδικό πολίτευμα, αλλά – ας μη κρυβόμαστε - ως ηγέτες. Τέτοια ήταν η «φτιαξιά» τους – και στη πράξη είχαμε μια μετατροπή του επισκοποσυνοδικού συστήματος διοικήσεως της Εκκλησίας σε αρχιεπισκοποκεντρικό. Επί της ουσίας, «καθιερώθηκε» τα χρόνια αυτά ένα προσωποπαγές σύστημα διοικήσεως με βάση ο οποίο έκανε κουμάντο ο αρχιεπίσκοπος χωρίς να πολυρωτάει το λοιπό πλήρωμα της Ιεραρχίας. Σημαίνει αυτό ότι οι μακαριστοί Σεραφείμ και Χριστόδουλος δεν προσέφεραν έργο στην Εκκλησία; Κάθε άλλο. Αμφότεροι έβαλαν το λιθαράκι τους στην ανασυγκρότηση της Εκκλησίας και την αναβάθμιση του κοινωνικού της ρόλου. Αλλά, άλλο το ένα (μετατροπή του επισκοπικοσυνοδικού συστήματος σε αρχιεπισκοποκεντρικό, που σημαίνει παρεκτροπή του συνοδικού πολιτεύματος) και άλλο το άλλο (παρασχεθείσα προσφορά και έργο στην υπηρεσία της Εκκλησίας). Και φυσικά, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι η επαναφορά του συνοδικού πολιτεύματος, υπέρ της οποίας ομνύουν άπαντες οι υποψήφιοι, δεν θα έχει τα ίδια θετικά, αν όχι περισσότερα, αποτελέσματα στην υπόθεση της αναβάθμισης του έργου της πνευματικής αποστολής και του κοινωνικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει στο κόσμο η Εκκλησία.
Είναι δυνατόν να αλλάξουν τώρα τα πράγματα και να περάσουμε στο επισκοπικοσυνοδικό σύστημα; Προσωπικά το θεωρώ δύσκολο, καθ’ ην στιγμή μάλιστα το ίδιο το σώμα της Ιεραρχίας όχι μόνο έχει επί δεκαετίες τώρα εθιστεί στο αρχιεπισκοποκεντρικό σύστημα διοικήσεως, αλλά και έχει, κατά το μέγιστο τμήμα του, εκλεγεί ή κατασταθεί κατά τη διάρκεια της θητείας και κατά κανόνα με την ευλογία ή τη σύμφωνη γνώμη των δύο μακαριστών αρχιεπισκόπων Σεραφείμ και Χριστοδούλου. Δύσκολο, αλλ’ όχι ακατόρθωτο. Και σ’ αυτή τη φάση η επαγγελία και μόνο των υποψηφίων, για την επάνοδο της συνοδικότητας στη λειτουργία της Εκκλησίας, λέει πολλά.
* Πως πρέπει, όμως, (ορθότερα: «πως οφείλει...») να λειτουργεί η Εκκλησία της Ελλάδος βάσει των (πολιτειακών) νόμων και των (εκκλησιαστικών) κανονιστικών διατάξεων; Υπάρχουν (άσχετα αν δεν τηρούνται) “κείμενες διατάξεις”; Φυσικά!
Η Εκκλησία της Ελλάδος, μέσω ενός συστήματος ισορροπίας της νομοκανονικής της υποστάσεως και της πολιτειακής νομοθεσίας, διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου (Ι.Σ.Ι.) των εν ενεργεία αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Δ.Ι.Σ., συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης ορίζει, τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928.
Από νομοκανονικής απόψεως η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να λειτουργεί στο πλαίσιο του συνοδικού πολιτεύματος – συστήματος, της Ιεράς Συνόδου, ως διοικητικού οργάνου, προεδρευομένης υπό του εκάστοτε Μητροπολίτου Αθηνών (μετονομασθέντος εις «Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος» με τον Κ.Χ. του 1923), ο οποίος έχει, βάσει της Πατριαρχικού Τόμου της Αυτοκεφαλίας (1850), την ιδιότητα του «Primus inter pares” (πρώτος μεταξύ ίσων, επί το ακριβέστερον: πρωτεύων – προεδρεύων της Ιεράς Συνόδου) και όχι του «Primus Solus» («ηγέτη»), όπως κατά κόρον παρουσιάζεται υπό των ΜΜΕ και όπως εσφαλμένως νομίζεται από την πλειοψηφία του λαού.
Ο (εκάστοτε) Αθηνών δεν προεδρεύει συνάξεως καρδιναλίων, δεν είναι Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ουδέ «Πρώτος» ως ο Πατριάρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Αθηνών καίτοι προσαγορεύεται - και - ως «πάσης Ελλάδος», για να μεταβεί εις την γειτονική του (μεν, εις άλλη δε Μητρόπολη ανήκουσα) ενορία του Αγίου Σώστη, θα πρέπει να αιτηθεί αδείας από τον οικείο ποιμενάρχη, σεβασμιώτατο μητροπολίτη Γλυφάδος.
Για το εύρος της δικαιοδοσίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος υπάρχει μάλιστα και σχετική πρόσφατη απόφαση του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, η οποία οριοθετεί επακριβώς τις αρμοδιότητες (διοικητικές και πνευματικές) κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 3767/2002 απόφαση του Γ’ τμήματος του ΣτΕ (η οποία δημοσιεύεται στη επιθεώρηση εκκλησιαστικού και κανονικού δικαίου «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ» τ. 1/2003, σελ. 152 – 154) «η Εκκλησία της Ελλάδος νοείται υπό την έννοιαν του άρθρου 3 του Συντάγματος, χωρίς δηλαδή τις «περιοχές του κράτους» στις οποίες, κατά την παρ. 2 του άρθρου, εξακολουθεί να ισχύει το υφιστάμενο κατά τον χρόνο ψηφίσεως του Συντάγματος διαφορετικό «εκκλησιαστικό καθεστώς». Ως εκ τούτου», λέει το ΣτΕ, «από το γεγονός ότι ο νομοθέτης (ν. 590/77) προσαγορεύει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και ως «πάσης Ελλάδος» δεν έπεται ότι απονέμει σ’ αυτόν και αρμοδιότητες που επεκτείνονται σε άλλες Μητροπόλεις πέραν της Αρχιεπισκοπής. Η τιμητική αυτή προσαγόρευση ανάγεται στην αρμοδιότητα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να προεδρεύει συλλογικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος…». Συνάγεται, δηλαδή, μετά πάσης σαφηνείας ότι οι αρμοδιότητες του Αρχιεπισκόπου (επί της ουσίας: Μητροπολίτου) Αθηνών περιορίζονται εν τοις μητροπολιτικοίς αυτού ορίοις και ότι το «πάσης Ελλάδος» είναι «ψιλός» τίτλος. Αυτή είναι (όχι μόνο ιεροκανονικά αλλά και νομικά) η αλήθεια στο περιεχόμενο της οποίας υποστασιάζεται εν πολλοίς και το συνοδικό πολίτευμα. Δεν το λέγουν μόνο οι ιεροί κανόνες ότι «η Εκκλησία αποφαίνεται εν συνόδω», το λέγει και η (κοσμική) Δικαιοσύνη, ταυτιζομένη εν προκειμένω με το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας μας.
Ο πρόεδρος του τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ καθηγητής κ. Πέτρος Βασιλειάδης, διακεκριμένος σε θέματα εκκλησιολογικά και επί χρόνια συνεργάτης του μακαριστού αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου έγραψε τις προάλλες (30/1/2008) την «Ελευθεροτυπία»: “Σ’ ότι ό,τι αφορά το μοντέλο διαχείρισης των εκκλησιαστικών πραγμάτων, η ορθόδοξη ευχαριστιακή εκκλησιολογία επιτάσσει ριζική αλλαγή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου με επαναφορά της αυθεντικής συνοδικότητας. Ολοι, βέβαια, κάνουν λόγο για συνοδικότητα, ελάχιστοι όμως την εννοούν επεκτεινόμενη σε όλα τα επίπεδα του εκκλησιαστικού βίου, από την ενορία, τις μητροπόλεις μέχρι και την ιεραρχία. Στη νεωτερική και μετανεωτερική εποχή συγκεντρωτικά μοντέλα, εξουσιαστικές συμπεριφορές, μη συμμετοχικές διαδικασίες, έλλειμμα πραγματικής "κοινωνίας", οφείλει επιτέλους η Εκκλησία της Ελλάδος οριστικά και αμετάκλητα να τα εγκαταλείψει».
Το ότι και οι τέσσερεις υποψήφιοι για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο αρχιερείς συμμερίζονται τον ίδιο προβληματισμό και δεσμεύονται ότι ως προκαθήμενοι θα πορευθούν με βάση την αρχή της συνοδικότητας, είναι τουλάχιστον παρήγορο και τα μάλα ελπιδοφόρο - για τη «επόμενη μέρα» που αρχίζει σήμερα....
(Υ.Γ. Οσο γι’ αυτούς που ανησυχούν, που έχουν άγχος για το ποιός θα εκλεγεί στη σημερινή συνεδρίαση της Ιεραρχίας, ας ...χαλαρώσουν. Οπως έλεγε σ’ ανάλογες περιπτώσεις μια μεγάλη πατερική μορφή του 20ου αιώνα, ο Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) του Εσσεξ της Αγγλίας, «είτε κατ’ ευδοκίαν, είτε κατά παραχώρησιν θα γίνει - και σήμερα – το θέλημα του Θεού...»)
* Αρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" ανήμερα της αρχιεπισκοπικής εκλογής (7/2/2008, σελ. 8)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου