Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

To "έκκλητον", οι Κανόνες και οι Νόμοι

* Στηριγμένη «εις την αρχαία συνήθειαν και την σχετικήν κανονικήν παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας» η θεσμοθέτησή του στο Καταστατικό Χάρτη, σύμφωνα και με τον πολιτειακό νομοθέτη – Πως εφαρμόσθηκε από την ελλαδική Εκκλησία τη τελευταία 50ετία – Αναγνώρισαν και εφήρμοσαν, εν τέλει, το «έκκλητο» ακόμη και Μητροπολίτες που το πολέμησαν

Του Χάρη Ανδρεόπουλου *

Είναι δυνατόν άνθρωποι (λειτουργοί: επίσκοποι και πρεσβύτεροι) της καθ’ ημάς Εκκλησίας προς επίρρωσιν των αρνητικών επιχειρημάτων τους για το «έκκλητο» (εξ αφορμής της υπόθεσης του πρώην μητροπολίτου Αττικής και νυν μοναχού Παντελεήμονος Μπεζενίτη) να επικαλούνται τους νόμους της πολιτείας, ενώ ο ίδιος ο πολιτειακός νομοθέτης του «εκκλήτου» για να το θεσμοθετήσει επικαλέσθηκε τους κανόνες της Εκκλησίας;

Kι’ όμως: ενώ τις τελευταίες ημέρες τινές (ελάχιστοι, αλλά θορυβούντες) επίσκοποι και λοιποί κληρικοί δεν προλαβαίνουν ν’ αραδιάζουν νόμους και διατάξεις της πολιτειακής νομοθεσίας αποσκοπώντας να στερήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το κανονικό δικαίωμά του να δέχεται «έκκλητες» προσφυγές καταδικασθέντων αρχιερέων, την ίδια ώρα, αν ρίξει κάποιος μια ματιά στην εισηγητική έκθεση για τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977) και ιδίως εις την παράγραφο 5, αρθ. 11 αυτής, δεν θα νιώσει παρά θαυμασμό για τον σεβασμό που τρέφει προς τον εκκλησιαστικό θεσμό ο νομοθέτης καθιερώνοντας εν προκειμένω (στο αρθ. 44, παρ. 2 του Κ.Χ.) το έκκλητο, βασιζόμενος, όχι σε νόμους και διατάξεις του Καίσαρα, αλλά «εις την αρχαία συνήθειαν και την σχετικήν κανονικήν παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας»[1].

Είναι φανερό ότι οι αντιρρήσεις των ενισταμένων δεν αφορούν μόνο, ούτε περιορίζονται στο θέμα του «εκκλήτου», αλλά επεκτείνονται στο ευρύτερο πλαίσιο των νομοκανονικών σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θα πίστευε κανείς ότι το «τραύμα» της περιόδου 2000 – 2004 θεραπεύθηκε με την απόφαση της Ιεραρχίας τον Μαϊο του 2004, όταν εν σώματι ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και οι ιεράρχες (μειοψηφίσαντος – επί 80 αρχιερέων – ενός και μόνου, του Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου) υπερψήφισαν την θέση ότι η Εκκλησία της Ελλάδος «εν αγάπη Χριστού και σταθερώ πόθω ενότητος μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διακηρύσσει τον σεβασμόν και την τήρησιν του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και όλων των διατάξεων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928». Αμ δε…

Τι κι’ αν ψήφισε τα παραπάνω η Εκκλησία της Ελλάδος με συντριπτική πλειονοψηφία των αρχιερέων – των 79 εκ των 80 - που απαρτίζουν την Ιεραρχία της; Ερχονται σήμερα τινές κληρικοί (ένιοι εξ αυτών φέροντες και τον επισκοπικό βαθμό) και λαϊκοί περί τα εκκλησιαστικά διατρίβοντες, σχολιαστές, κ.λ.π., για να ζητήσουν από τον Πατριάρχη «να μη επεμβαίνει στα εσωτερικά άλλης Εκκλησίας», «να μην επιχειρεί να επεκτείνει τα λεγόμενα κυριαρχικά του δικαιώματα εις βάρος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος», «ν’ αφήσει ήσυχη την αυτοδιοίκητη και αυτόνομη Εκκλησία της Ελλάδος» κ.ο.κ., αμφισβητώντας ευθέως τις δικαιοδοσίες και κανονικά δικαιώματα που προβλέπονται, βάσει του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξης του 1928, για το Πατριαρχείο, ως προς τη σχέση του με την Εκκλησία της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων και το «έκκλητο».

Ας δούμε, λοιπόν, πως ταλαιπωρήθηκε τη τελευταία 50ετία στην ελλαδική Εκκλησία ο θεσμός του «εκκλήτου», αλλά και πως, όχι απλά επιβίωσε ο σημαντικός για τη ζωή της Εκκλησίας μας αυτός θεσμός, αλλά αναβαθμίσθηκε, λαμβάνοντας την πολιτειακή νομοθετική επικύρωση από την πρώτη μεταπολιτευτική (1974- 77) κυβέρνηση του αειμνήστου Κωνσταντίνου Καραμανλή[2], ψηφισθείσης στο νόμο περί Καταστατικού Χάρτου (ν. 590/1977) της διατάξεως (αρθ. 44, παρ. 2) βάσει της οποίας «Το δικαίωμα εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τελεσιδίκων αποφάσεων επιβαλλουσών ποινήν αργίας, εκπτώσεως από του θρόνου ή καθαιρέσεως, το οποίον παρέχεται δια του ΣΤ’ όρου της από 4.9.1928 Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως εις τους Μητροπολίτας των Νέων Χωρών, έχουν και οι Μητροπολίται της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος».

ΑΠΟ ΤΟ ’65 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ…

Ας κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή για την ταλαιπωρία που γνώρισε το «έκκλητο»:

* 1965: Ο Μητροπολίτης πρώην Δράμας Φίλιππος μετά από καταδίκη του σε έκπτωση από το θρόνο, επικαλούμενος τη σχετική διάταξη (ΣΤ’ όρο) της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης του 1928 προσφεύγει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (με αρχιεπίσκοπο τον από Φιλίππων (Καβάλας), Χρυσόστομο Χατζησταύρου), κατακρατά και δεν διαβιβάζει τη προσφυγή στο Φανάρι, για τον λόγο ότι δήθεν «έπαυσε να υφίσταται δια το Οικουμενικό Πατριαρχείον το προνόμιον του «εκκαλείν» της μνημονευομένης Πράξεως του 1928 μη ούσης κεκυρωμένης δια νόμου». Εν άλλοις λόγοις, «ναί, υπάρχει η Πατριαρχική Πράξη του’ 28 που προβλέπει όντως το «έκκλητο», αλλά ο ν. 3615/1928 που την κυρώνει ουδέν διαλαμβάνει περί «εκκλήτου», άρα για μας «έκκλητο» δεν υφίσταται, άρα δεν δεχόμαστε ότι έχει δικαίωμα το Πατριαρχείο να επανακρίνει προσφυγή του Φιλίππου και κάθε ιεράρχη της Εκκλησίας της Ελλάδος…». Αυτή ήταν, τότε, η (άκρως - και χωρίς κάν προσχήματα - πολιτειοκρατική) επίσημη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος για το «έκκλητο», εκφρασθείσα μάλιστα και υπό συσταθείσης προς τούτο Συνοδικής Επιτροπής, υπό την προεδρία του τότε μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος (Παπαγεωργίου). Την ίδια και σκληρότερη θέση απέναντι όχι μόνο στο «έκκλητο», αλλά σ’ όλα τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου διετήρησε η Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη επταετή περίοδο (1967 – 1973) της αρχιεπισκοπείας του μακαριστού Ιερωνύμου (Κοτσώνη). Ειδικά μάλιστα για το θέμα του «εκκλήτου» αυτό καταργήθηκε δια του αναγκαστικού νόμου 214/1967, του θεσμοθετήσαντος τα λεγόμενα «ιεροδικεία» και αφαιρέσαντος το δικαίωμα της εφέσεως («εκκλήτου») για όποιον καταδικαζόταν. Τελικώς, με την ανάρρηση (1974) του Σεραφείμ (Τίκα) στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο φάκελλος με την έφεση που είχε ασκήσει ο πρώην Δράμας διεβιβάσθη αρμοδίως υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πατριαρχείο, αναγνωριζομένου κατ’ αυτόν τον τρόπο (βάσει της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 – ακόμη δεν είχε ψηφισθεί ο Καταστατικός Χάρτης (ν. 590/77) που προβλέπει σε άρθρο του το «έκκλητο») του δικαιώματος του Πατριαρχείου περί του «εκκαλείν»[3].

1967: Η χρονιά της ανατροπής…. Ποιος καταθέτει προσφυγή στο Πατριαρχείο επικαλούμενος το «έκκλητο»; O Mητροπολίτης Θεσσαλονίκης επειδή τώρα γίνεται αυτός πρώην, δηλαδή κηρύσσεται υπό της «Αριστίνδην», προεδρευομένης υπό του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοστώνη), Συνόδου έκπτωτος από το θρόνο του επειδή. με βάση τον ν. 214/67 (με τον οποίο συστήθηκαν τα λεγόμενα «ιεροδικεία») κρίθηκε ότι «έχει απωλέσει την έξωθεν καλή μαρτυρία». Πρόκειται αναμφιβόλως για αντιφατική συμπεριφορά έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς:

* ο Παντελεήμων το 1965, υπό την ιδιότητα του προέδρου ad hoc Επιτροπής για το έκκλητο στο Πατριαρχείο, εισηγήθηκε ότι αφ’ ης στιγμής ουδεμία αναφορά περί εκκλήτου γίνεται στο ν. 3615/1928 δεν μπορεί να ισχύει η σχετική διάταξη ΣΤ’ της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης (ΠΣΠ) του 1928 περί της δυνατότητος προσφυγής ιεραρχών των Νέων Χωρών ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έτσι εισηγήθηκε αρνητικά στη διαβίβαση προς το Φανάρι της προσφυγής που είχε καταθέσει ο καταδικασθείς σε έκπτωση Μητροπολίτης πρώην Δράμας Φίλιππος.

* όταν, όμως, καταδικάσθηκε ο ίδιος σε έκπτωση υπό του συνοδικού δικαστηρίου («ιεροδικείου») της «αριστίνδην» Συνόδου στις 28 Φεβρουαρίου του 1968, σε λιγότερο από μια …εβδομάδα (4.3.1968) προσέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ποιούμενος χρήση του υπό της ΠΣΠ του 1928 δικαιώματος, το οποίον προ διετίας είχε αρνηθεί στον πρώην Δράμας Φίλιππο[4]. Το Πατριαρχείο ζήτησε αναψηλάφιση της δίκης από την Εκκλησία της Ελλάδος, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό το 1974 από τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, διενεργήθηκε αναψηλάφιση με την οποία αποκαταστάθηκε ηθικά ο Παντελεήμων, χωρίς, όμως να επανέλθει στη Μητρόπολη που κατείχε.

1974: Προσέφυγαν στο Πατριαρχείο οι οκτώ εκ των δώδεκα «ιερωνυμικών» λεγομένων Μητροπολιτών, οι οποίοι είχαν κηρυχθεί έκπτωτοι, κατόπιν αποφάσεως της υπό τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Ιεραρχίας, με την Συντακτική Πράξη 7/1974. Πρόκειται για τους τότε Μητροπολίτες, εκ μέν των Νέων Χωρών Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνου (Πούλου), Αλεξανδρουπόλεως Κωνσταντίου (Χρόνη), Θεσσαλονίκης Λεωνίδα (Παρασκευόπουλου) και Παραμυθίας Παύλου (Καρβέλη), εκ δε της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος τους Ζακύνθου Αποστόλου (Παπακωνσταντίνου), Δημητριάδος Ηλία (Τσακογιάννη), Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνου (Σακελλαρόπουλου) και Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου)[5]. Οι εν λόγω, δια κοινής εκκλήτου αναφοράς τους, ζητούσαν «να τεθή φραγμός εις τα αντικανονικάς πράξεις και αποκατασταθή εν τη σπαρασσομένη Εκκλησία της Ελλάδος η ποθητή ειρήνη…», επιδιώκοντας την αποκατάστασή τους στους θρόνους από τους οποίους είχαν, εν τω μεταξύ, κηρυχθεί έκπτωτοι.

Το Πατριαρχείο καίτοι παρατήρησε ότι «ούτοι εν καιρώ ήσαν πρωτεργάται και συντελεσταί διαγραφής του δικαιώματος της εκκλήτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», υπέδειξε στους προσφυγόντες να υποβάλλουν το αίτημά τους, «κατά την τάξιν» μέσω της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπερ και εγένετο. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ «ομοφών αποφάσει» της περί αυτόν Δ.Ι.Σ. παρέπεμψε το θέμα «εις το αδιάβλητον κριτήριον του Οικουμενικού Πατριαρχείου», επκαλούμενος τους καθιερούντες το έκκλητον προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη ιερούς κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων γ’ της Β’, θ’, ιζ’ και κη’ της Δ’ και λστ’της Πενθέκτης, τις διατάξεις του Τόμου του 1850, «δια των οποίων προσδιορίζονται οι κανονικοί όροι ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου (της Εκκλησίας της Ελλάδος) και αι έναντι της Μητρός Εκκλησίας υποχρεώσεις αυτής», τον όρον Ζ’ της Πράξεως του 1928 και το άρθρο 3, παρ. 1 του ισχύοντος τότε Συντάγματος, και τούτο
έτσι, ώστε η Εκκλησία της Ελλάδος να «τηρήση και επι του προκειμένου θέματος την υπό των ιερών κανόνων και των ιερών παραδόσεων επιβαλλομένην κανονικήν εκκλησιαστικήν διαδικασίαν»[6]. Τοιουτοτρόπως η έκκλητος αναφορά έφθασε στον αποδέκτη της (Οικουμενικό Πατριαρχείο) ακολουθηθείσης της οδού της νομοκανονικής – εκκλησιαστικής διαδικασίας.

1980: Ο Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος (Σοφός) καταδικασθείς σε έκπτωση προσέφυγε εις την «έκκλητον ψήφον» του Οικουμενικού Πατριάρχου, ο δε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ διεβίβασε τον όλο φάκελλο στο Φανάρι, του οποίου η Κανονική Επιτροπή εισηγήθηκε την επικύρωση της αποφάσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκπτωση του μητροπολίτου Ιερισσού, πράγμα που ενέκρινε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος, κοινοποιώντας την απόφασή τους με επίσημο Πατριαρχικό Γράμμα στην Εκκλησία της Ελλάδος.

To «έκκλητο» - η δυνατότητα που παρέχεται στους ανά την οικουμένη Επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας να προσφεύγουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη για να διεκδικήσουν επανάκριση τυχόν καταδικαστικής γι’ αυτούς αποφάσεως της τοπικής Εκκλησία στην οποία ανήκουν - αποτελεί ένα από τα κορυφαία αρχαία κανονικά δικαιώματα του Πατριαρχείου, στο οποίο θεμελιώνεται η οικουμενικότητά του και αλλοίμονον, όπως επισημαίνει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Τσέτσης, αν αυτή την οικουμενικότητα του συντονιστικού κέντρου της Ορθοδοξίας την υπονομεύουν εν έτει 2010 άνθρωποι από την όμαιμη και ομογενή Ελλάδα.

«ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΗΜΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

Και όπως επισημαίνει ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Α.Π.Θ., σεβασμιώτατος κ. Ανδρέας Νανάκης «στον 21ο αιώνα της πολυπολιτισμικότητας και της μετανάστευσης των λαών η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ελληνική επικράτεια και η επιτροπική παραχώρηση των «Νέων Χωρών» στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, προπάντων, όμως, το πολιτιστικά όμαιμον και ομόγλωττον της αυτοκέφαλης εθνικής Εκκλησίας της Ελλάδος μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεσμού διεθνούς και διαχρονικού, συνιστούν το μεγάλο προνόμιο ημών των Ελλήνων. Στη κρίση των σχημάτων και των ιδεολογιών της μετανεωτερικής εποχής ή της δεύτερης νεωτερικότητας, ο υπερεθνικός διεθνής και διαχρονικός θεσμός του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε συνάρτηση με την ελληνική πολιτιστική του παράδοση θα αποτελέσει και πάλι τη μήτρα που θα διαφυλάξει και θα διασώσει και πάλι την πνευματική μας παρακαταθήκη και την ιδιαιτερή μας παράδοση».

* Αυτό το «προνόμιο ημών των Ελλήνων», είναι και η ευλογία που πρέπει να διαφυλάξουμε στη πνευματική μας σχέση με το Φανάρι. Μια σχέση αναφορικά με το «έκκλητο» η οποία και δικαστικά, θα λέγαμε, είναι κατοχυρωμένη, καθώς μπορεί να υπάρχουν επίσκοποι που το αμφισβητούν, αλλά υπάρχουν – δόξα τω Θεώ! - και δικαστές που, όχι μόνο το αναγνωρίζουν, αλλά το θεωρούν ως «ένα από τα μέσα με τα οποία εξασφαλίζεται και η συνταγματικά κατοχυρωμένη πνευματική ένωση της ελλαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο»[7].

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδας «Ελευθερία» της Λάρισας, της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «amen.gr» και καθηγητής Β’/θμιας Εκπαίδευσης (Γυμνάσιο και Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας).

[1] Κ ο ν ι δ ά ρ η, Ιωαν. «Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999, σελ. 115)

[2] Η Εκκλησία της Ελλάδος με την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη του 1977 – με πρωθυπουργό της χώρας τον Κων/νο Καραμανλή και Αρχιεπίσκοπο τον από Ιωαννίνων Σεραφείμ - και την κατάργηση, πλέον, του κυβερνητικού επιτρόπου κατέστη ελεύθερη με την Ιεραρχία της να δύναται πλέον αυτοβούλως να συνέρχεται, να αποφασίζει και να εκλέγει τους αρχιερείς της, παρατηρεί ο καθηγητής της Νεώτερης Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο ΑΠΘ, μητρ/της Αρκαλοχωρίου Κρήτης κ. Ανδρέας Νανάκης. Βλ. σχετ. Ν α ν ά κ η, Ανδρέα, Μητρ/του Αρκαλοχωρίου, «Εκκλησία εθναρχούσα και εθνική», εκδ. Βάνιας,Θεσ/νίκη, 2002, σελ. 214. Παρακολουθώντας κανείς την εκκλησιαστική πολιτική του Κων/νου Καραμανλή εκείνα τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια διακρίνει τη προσπάθειά του, για την αποκατάσταση τόσο της ενότητας στους κόλπους της ελλαδικής Εκκλησίας, όσο και της σχέσης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία είχε σοβαρά διαταραχθεί κατά τη διάρκεια της αρχιεπισκοπείας του μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη).
[3] Βλ. σχετικώς την λίαν ενδιαφέρουσα στορική μελέτη του αρχιμ. (νυν Μητροπολίτου Φιλαδελφείας) κ. Μελίτωνος Κ α ρ ρ ά «Η περί της διοικήσεως των εν ταις Νέαις Χώραις Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του 1928 και η εφαρμογή αυτής», εκδ. Ι. Μητροπόλις Ελβετίας / Ιδρυμα για την Χριστιανική Ενότητα ATEF DANIAL, Γενεύη, 1989.

[4] Βλ. «Κανονικήν εν Χριστώ έκκλησιν» Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος (Παπαγεωργίου) προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Αθηναγόρα, από 4.3.1968.

[5] Βλ. Εκκλητον 7σέλιδον αναφοράν αυτών από 23.7.1974. Σημειωτέον ότι δεν προσέφυγαν στο Πατριαρχείο οι Αττικής Νικόδημος (Γκατζηρούλης), Λαρίσης Θεολόγος (Πασχαλίδης), Χαλκίδος Νικόλαος (Σελέντης) και Κιλκισίου Χαρίτων (Συμεωνίδης).

[6] Βλ. Γράμμα Αθηνών Σεραφείμ προς τον Οικουμενικό Πατριάρχην Δημήτριον, 1791/9.4.1976

[7] Βλ. την υπ’ αριθ. 825/1988 ιστορική απόφαση της ολομελείας του ΣτΕ, με πρόεδρο τον Θ. Κουρουσόπουλο και εισηγητή τον Γ. Κουβελάκη, δημοσιευμένη στη σειρά «Δίκαιο κα Πολιτική», τ. 15 (με αφιέρωμα στις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας), εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1988, σελ. 293 – 296.